Μια πρωτοποριακή μελέτη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις υποδεικνύει ότι οι αλλαγές στη σύνθεση των βακτηρίων του εντέρου μπορεί να αποτελούν πρώιμο σημάδι της νόσου Αλτσχάιμερ, πολύ πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα. Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό Science Translational Medicine, σηματοδοτώντας μια σημαντική πρόοδο στην προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης της εκφυλιστικής αυτής νόσου.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, σε άτομα που φέρουν βιοδείκτες πρώιμης Αλτσχάιμερ —δηλαδή συσσωρεύσεις πρωτεϊνών αμυλοειδούς βήτα και ταυ στον εγκέφαλο— αλλά δεν έχουν ακόμη εμφανίσει γνωστική έκπτωση, το μικροβίωμα του εντέρου είναι αξιοσημείωτα διαφορετικό σε σύγκριση με υγιή άτομα. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι αυτή η διαφορά στη μικροχλωρίδα ενδέχεται να αποτελέσει στο μέλλον έναν απλό, μη επεμβατικό τρόπο πρόγνωσης της νόσου.
Η μελέτη εξέτασε 164 ενήλικες χωρίς γνωστικά προβλήματα, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε εκτενείς εξετάσεις, όπως απεικόνιση εγκεφάλου, ανάλυση εγκεφαλονωτιαίου υγρού, εξέταση αίματος και καταγραφή διατροφικών συνηθειών. Περίπου το ένα τρίτο αυτών παρουσίασε ενδείξεις πρώιμου σταδίου Αλτσχάιμερ. Η σύγκριση των δειγμάτων κοπράνων μεταξύ των συμμετεχόντων έδειξε σημαντικές διαφορές στο μικροβίωμα, ακόμη και μεταξύ ατόμων με παρόμοια διατροφή.
Ο καθηγητής Νευρολογίας Beau Ances, ένας εκ των επικεφαλής της μελέτης, τόνισε τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης. «Μόλις εμφανιστούν τα συμπτώματα, η εγκεφαλική βλάβη είναι συνήθως μη αναστρέψιμη. Το να μπορούμε να εντοπίσουμε τη νόσο σε προκλινικό στάδιο θα μας επιτρέψει να παρέμβουμε νωρίς και πιθανώς να καθυστερήσουμε ή και να αποτρέψουμε την πρόοδό της», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, ο καθηγητής Γονιδιωματικής Ιατρικής Gautam Dantas σημείωσε ότι η σχέση εντέρου-εγκεφάλου βρίσκεται ακόμα υπό διερεύνηση, ωστόσο η συσχέτιση είναι σαφής. «Δεν γνωρίζουμε ακόμη εάν οι αλλαγές στο έντερο προκαλούν εγκεφαλικές αλλοιώσεις ή το αντίστροφο. Όμως, η δυνατότητα ανίχνευσης της νόσου μέσω του εντέρου ανοίγει νέους ορίζοντες για διαγνωστικά τεστ και θεραπείες με βάση το μικροβίωμα», δήλωσε.
Η μελέτη ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη απλών, οικονομικών και προσβάσιμων διαγνωστικών μεθόδων, όπως μια απλή εξέταση κοπράνων, για τον εντοπισμό του κινδύνου εμφάνισης Αλτσχάιμερ. Παράλληλα, θέτει τις βάσεις για μελλοντικές έρευνες που θα εξετάσουν αν η τροποποίηση του μικροβιώματος —π.χ. μέσω προβιοτικών ή αλλαγών στη διατροφή— μπορεί να έχει προστατευτική δράση κατά της νόσου.
Η ελπίδα των ερευνητών είναι πως αυτή η καινοτόμα προσέγγιση θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη πρόληψη και διαχείριση μιας νόσου που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.