Ακόμη και στην κρίση η συνταγογράφηση στρέφεται στα ακριβότερα φάρμακα

Αδύναμη να καταφέρει την υποκατάσταση όσων φαρμάκων χάνουν την πατέντα τους με φτηνά γενόσημα, αποδεικνύεται η πολιτική που έχει εφαρμοστεί για το φάρμακο τα τελευταία χρόνια, καθώς τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι τουλάχιστον το 50% των φαρμάκων που χάνουν την πατέντα τους υποκαθίσταται από ένα νέο ακριβότερο. Σύμφωνα με τη μελέτη “Γενόσημα Φάρμακα: Αλήθειες, Ψεύδη Και Τεκμηριωμένες Πολιτικές” την οποία παρουσίασε ο κ. Νίκος Μανίας στο πρόσφατο συνέδριο της ΕΣΔΥ, για κάθε δύο παλιά φάρμακα, μόνο το ένα υποκαθίσταται από γενόσημα, ενώ το άλλο υποκαθίσταται από ένα νεώτερο και δαπανηρότερο φάρμακο! Το γεγονός αυτό αποτελεί αφενός την κύρια αιτία για την περιορισμένη διείσδυση των γενοσήμων στη συνταγογράφηση, αφετέρου δικαιολογεί σε σημαντικό βαθμό γιατι η δαπάνη δεν επιτυγχάνει τους στόχους που επιδιώκονται.

Η μελέτη παρουσιάζει την μείωση των δαπανών για την υγείας με βάσει τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, κατά την οποία οι Έλληνες δαπανούν συνολικά 15 δισ. ευρώ έναντι 23,2 δισ. ευρώ το 2009, επιβεβαιώντας ότι τα σημερινά επίπεδα είναι τα ίδια με εκείνα του 2003. Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το κύριο ερώτημα που προκαλείται είναι, πως ενώ η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα σε κατά κεφαλή δαπάνη σε φάρμακα, απέχει δραματικά όσον αφορά στη χρήση γενοσήμων. Δηλαδή ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ για το 2013 δείχνει διείσδυση των γενοσήμων σε ποσοστό 48% σε όγκο και 24% σε αξία, στην Ελλάδα την ίδια χρονιά τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 20% και 15%.

Επιστρέφοντας στο θέμα της φαρμακευτικής δαπάνης, ο κ. Μανίας σημειώνει πως συνολικά αυτή εκτιμάται για το 2015 στα 4,3 δις. ευρώ συνυπολογίζοντας τη δημόσια δαπάνη η οποία είναι της τάξης του 1,94 δις. ευρώ, τις επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας αλλά και την υψηλή ιδιωτική δαπάνη. Μάλιστα αναφέρει ότι η Δημόσια Φαρμακευτική Δαπάνη το 2014 επέστρεψε στα επίπεδα του 2004 ήτοι τα 2 δις ευρώ ενώ φέτος κινήθηκε ακόμη χαμηλότερα και φυσικά περιλαμβάνει και κατηγορίες που δεν είχε τότε. Στη δε συνολική αγορά, το 75% των αποζημιώμενων σκευασμάτων είναι εισαγώμενα.
Η μελέτη εντοπίζει επίσης κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Μπορεί η δαπάνη να έχει επιστρέψει στα ποσά του 2004, όμως έχει αλλάξει σημαντικά το μίγμα των θεραπευτικών κατηγοριών όπου κατευθύνεται πάνω από το 60% των αποζημιούμενων φαρμάκων. Συγκεκριμένα μόνο οι στατίνες, πραζόλες και σαρτάνες αποτελούν το 50-60% του όγκου . Δηλαδή οι κατηγορίες που έχουν ενισχυθεί είναι τα φάρμακα για την πεπτική οδό και το μεταβολισμό με μερίδιο αγοράς 15%, για το Καρδιαγγειακό σύστημα με 29% και για το νευρικό σύστημα με 18%.

Μια ακόμη ιδιαίτερα «προκλητική» αποκάλυψη από την έρευνα που για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνει τα όσα η ελληνική φαρμακοβιομηχανία επικαλείται για λανθασμένη φαρμακευτική πολιτική, είναι το γεγονός ότι κατά την τελευταία 6ετία της κρίσης δεν επιτεύχθηκε το ζητούμενο για περαιτέρω διείσδυση των γενοσήμων. Συγκεκριμένα τα on patent εξακολουθούν να κατέχουν το 52% , τα off patent έχουν μειωθεί στο μόλις 28% από 32% και τα γενόσημα αυξήθηκαν μόνο κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες από το 16% στο 20%. Μάλιστα είναι περίεργο το γεγονός ότι παρά τη λήξη μεγάλου αριθμού πατέντων ιδιαίτερα διαδεδομένων φαρμάκων τη διετία 2009 – 2010, τελικά αυτό δεν ευνόησε την εισαγωγή νέων γεονοσήμων στην αγορά. Έτσι ενώ ο όγκος των προστατευμένων φαρμάκων μειώθηκε κατά περίπου 20%, αυτό δεν οδηγήθηκε στα γενόσημα αλλά μοιράστηκε σχεδόν ισόποσα ανάμεσα σε γενόσημα και νέα on patent!
Μια εξήγηση που δίνεται είναι ότι όταν έληξαν οι πατέντες έγιναν και οριζόντιες μειώσεις στις τιμές, κατά τον πρώτο χρόνο του μνημονίου και άλλαξαν οι ισορροπίες της αγοράς. Οι ασθενείς δεν είχαν υποστεί ακόμη τις ισχυρές μειώσεις των εισοδημάτων τους και έτσι μπορούσαν να καλύψουν με δικά τους χρήματα ακριβότερες θεραπείες, μια τάση που τελικά διατηρήθηκε.
Όπως σημειώνει ο κ. Μανίας, οι τρεις κατηγορίες φαρμάκων αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και τονίζει πως και στην Ελλάδα καινοτομία και νέες θεραπείες δεν μπορούμε να έχουμε χωρίς τη συμβολή των ελληνικών γενοσήμων και των εγχωρίως παραγόμενων φαρμάκων .

Συνοπτικά τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι τα εξής:

– Ο συσχετισμός των κατηγοριών φαρμάκων δείχνει ότι το μερίδιο των γενοσήμων – παραγομένων είναι ακόμα χαμηλό
– Τα νέα φάρμακα καταλαμβάνουν διαρκώς μεγάλο μερίδιο αγοράς επί των πωλήσεων
– Όλο και μεγαλύτερο μερίδιο επί της δαπάνης καλύπτεται από τις θεραπευτικές κατηγορίες με νέα φάρμακα
– Τα νέα φάρμακα εφόσον κατατάσσονται σε cluster χωρίς γενόσημα μειώνουν το ποσό της συμμετοχής του ασθενούς στις κατηγορίες που επιλέγονται αντί παλαιοτέρων.
– Τελικά, για κάθε δύο παλιά φάρμακα, μόνο το ένα υποκαθίσταται από γενόσημο, το άλλο υποκαθίσταται από νεώτερο και δαπανηρότερο
– Διαπιστώνεται ότι οι μέχρι τώρα πολιτικές ενίσχυσης γενοσήμων δεν έχουν αποδώσει
– Μέτρα όπως η συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία έχουν επιφέρει πενιχρά οφέλη
– Ο τρόπος υπολογισμού της συμμετοχής των ασθενών επίσης δεν ευνοεί την υποκατάσταση προς γενόσημα
– Προκαλούνται συνεπώς προβλήματα στην πρόσβαση των ασθενών αλλά και ώθηση των ιατρών – φαρμακοποιών να επιλέγουν πρωτότυπα – δαπανηρά σκευάσματα

Καταλήγοντας η μελέτη, τονίζει πως η Εθνική Πολιτική για την αύξηση των ελληνικών γενοσήμων είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη αλλά και για την αποδέσμευση πόρων για την καινοτομία. Μάλιστα αναφέρει πως ο δεσμός καινοτομίας – γενοσήμων είναι ένας γάμο από αμοιβαίο συμφέρον που έχει όφελος για την κοινωνία και φυσικά τον Έλληνα ασθενή.