ΜΗΣΥΦΑ και παραφαρμακευτικά «φρενάρουν» την πτώση του τζίρου στα φαρμακεία

Στα περίπου 750 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκαν πέρυσι οι πωλήσεις μη φαρμακευτικών σκευασμάτων από το δίκτυο των φαρμακείων, παρουσιάζοντας άνοδο της τάξης 4,5% σε σχέση με το 2015. Η αύξηση αυτή σε συνδυασμό με την ενίσχυση και της αγοράς των ΜΗΣΥΦΑ, περιόρισε τις απώλειες που προκαλούνται από την πτώση της αξίας των πωλήσεων συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία πρόσφατης μελέτης της ICAP, η συνολική αγορά των ελληνικών φαρμακείων διαμορφώθηκε στα 4,795 δισ. ευρώ, μειωμένη μόλις κατά 43 εκατ. ευρώ, έναντι του 2015.

Την ίδια στιγμή όμως, ο κλάδος δείχνει να εμφανίζει δραματική υποχώρηση την περίοδο της κρίσης. Σύμφωνα με την ICAP, οι συσσωρευμένες απώλειες της αγοράς φαρμακείων το διάστημα 2009-2016 διαμορφώθηκαν στα 2,85 δισ. ευρώ, ήτοι μία υποχώρηση της τάξης του 37%.

Σύμφωνα με τον κ. Μάρκο Κοντοέ, Senior Consultant Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, ο οποίος ασχολείται με την επιμέλεια των μελετών του Φαρμάκου, οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων (σε τιμές λιανικής) παρουσίασαν ανοδική πορεία την περίοδο 2004-2009 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11% περίπου. Μάλιστα το 2009 σημειώθηκε και ιστορικό ρεκόρ πωλήσεων, με το συνολικό τζίρο στα φαρμακεία να αγγίζει τα 7,7 δις. ευρώ.

Την περίοδο 2009-2015 η αξία των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων συρρικνώθηκε εξαιτίας των διαδοχικών μειώσεων στις τιμές των φαρμάκων, καθώς και της εφαρμογής ελέγχων στη συνταγογράφηση (σωρευτική μείωση κατά 41% περίπου). Το ίδιο διάστημα, επισημαίνεται ότι περιορίστηκε σημαντικά και η διάθεση των Φαρμακων Υψηλού Κόστους από τα ιδιωτικά φαρμακεία.

Το 2015 οι πωλήσεις μόνο για τα φαρμακευτικά σκευάσματα διαμορφώθηκαν σε 4.119,5 εκατ. ευρώ, από 4.234,1 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος (μείωση 2,7%), ενώ το 2016 εκτιμώνται σε 4.050 εκατ. ευρώ

Σε ότι αφορά τις συνολικές πωλήσεις των φαρμακείων – μετά τις θεσμικές παρεμβάσεις που υιοθετήθηκαν (αλλαγή ασφαλιστικής τιμής, διεύρυνση λίστας Μη Συνταγογραφούμενων και Μη Αποζημιούμενων Φαρμάκων, επέκταση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, κ.ά.) – παρουσίασαν πτώση τα έτη 2009-2013, ενώ από το 2013 και έπειτα, δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης. Το 2015 εκτιμώνται σε 4.838 εκατ. ευρώ, ενώ το 2016 εκτιμάται ότι διαμορφώθηκαν σε 4.795 εκατ. ευρώ περίπου.

Βάσει των στοιχείων της μελέτης, η κα Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, αναφέρει σχετικά με τη διάρθρωση των πωλήσεων: “Τα έσοδα από τα φάρμακα, καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου (περίπου 85%), ενώ ακολουθούν τα παραφαρμακευτικά προϊόντα (βιταμίνες, σιρόπια, αντιαλλεργικά, παιδικές τροφές, συμπληρώματα, κτλ) με μερίδιο 11% και τα καλλυντικά με 4%. Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα εκτιμάται ότι κάλυψαν ποσοστό 64% περίπου της αξίας των συνολικών πωλήσεων των φαρμακείων (75% περίπου επί των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων) και ακολούθησαν τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα φάρμακα υψηλού κόστους, το μερίδιο των οποίων εκτιμάται σε 13% και 8% αντίστοιχα”.

Η διάθρωση του κλάδου

Στον κλάδο του λιανικού εμπορίου φαρμάκων και παραφαρμακευτικών ειδών, δραστηριοποιείται πλήθος επιχειρήσεων (φαρμακεία). Η εφαρμογή των μειώσεων τόσο στις τιμές των φαρμάκων, όσο και στο περιθώριο κέρδους, καθώς και οι καθυστερήσεις πληρωμών των ασφαλιστικών ταμείων, έχουν επιφέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις και παρενέργειες, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, πλήττοντας το σύνολο του εν λόγω κλάδου και συντηρώντας ένα γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας.

Κύριο χαρακτηριστικό της λιανικής αγοράς φαρμάκων είναι η ύπαρξη πληθώρας σημείων πώλησης, διάσπαρτων σε όλη τη χώρα, με αποτέλεσμα η αγορά να είναι “κατακερματισμένη”. Με βάση τα στοιχεία του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου (Π.Φ.Σ.), ο αριθμός των φαρμακείων το 2015, υπολογίζεται σε περίπου 10.400 (τα συστεγαζόμενα φαρμακεία εκτιμώνται σε περισσότερα από 700), από 10.804 το προηγούμενο έτος. Τα περισσότερα συναντώνται στον νομό Αττικής, καταλαμβάνοντας ποσοστό 38% επί του συνόλου και ακολουθεί η διοικητική περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας με ποσοστό 19%.

Η συντριπτική πλειοψηφία των φαρμακείων, είναι μεμονωμένα/ανεξάρτητα καταστήματα, εκ των οποίων το 55% ομόρρυθμες εταιρείες, το 8% ετερόρρυθμες και το 37% ατομικές επιχειρήσεις.

Στην εγχώρια αγορά φαρμακείων δραστηριοποιούνται και κάποιες εταιρείες (ιδρυθείσες στην πλειοψηφία τους από φαρμακοποιούς), οι οποίες έχουν αναλάβει την “κεντρική συμβουλευτική διαχείριση” ενός δικτύου φαρμακείων που λειτουργούν ενταγμένα υπό τον ίδιο “διακριτικό τίτλο”, έχουν κοινούς προμηθευτές και παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες στους πελάτες τους.

Η ραγδαία αύξηση της χρήσης του διαδικτύου για την πραγματοποίηση αγορών τα τελευταία χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα αρκετά φαρμακεία να προχωρήσουν στη σύσταση “ηλεκτρονικού” καταστήματος προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδά τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, καθώς εμφανίζουν σημαντική ενίσχυση των πωλήσεών τους, ως αποτέλεσμα τόσο της αυξανόμενης τάσης για αγορές μέσω διαδικτύου όσο και των σημαντικών εκπτώσεων/προσφορών που πραγματοποιούν. Στη ελληνική επικράτεια υπολογίζεται ότι λειτουργούν περίπου 1.000 ηλεκτρονικά φαρμακεία.

Όπως σημειώνει ο κ. Κοντοές, η πλειοψηφία πλέον των επιχειρήσεων δίνουν βάρος στην προώθηση και διάθεση παραφαρμάκων (ιδιαίτερα συμπληρωμάτων διατροφής, κτλ) και καλλυντικών, με στόχο την αύξηση του ποσοστού των κατηγοριών αυτών επί των συνολικών πωλήσεών τους, επιδιώκοντας αφενός αύξηση πωλήσεων, αφετέρου δε ενίσχυση της κερδοφορίας.

Με βάση τα αποτελέσματα της Κλαδικής Μελέτης, τα προβλήματα ρευστότητας παραμένουν, με τις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις να συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Το 2016, η Πολιτεία προχώρησε στη δημιουργία κατηγορίας φαρμάκων με την ονομασία “Γενικής Διάθεσης Φάρμακα” (ΓΕΔΙΦΑ), η οποία περιλαμβάνει σκευάσματα που ανήκουν στα Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα και διατίθενται και από άλλα κανάλια διανομής (πχ. super market), γεγονός που αναμένεται να επιφέρει μερική απώλεια εσόδων από μια κατηγορία φαρμάκων με ιδιαίτερα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους.

Η διατήρηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης σε επίπεδα κάτω των 2 δισ. ευρώ (1,945 δισ. ευρώ την περίοδο 2016-2018), εκτιμάται ότι θα συμβάλλει περαιτέρω στη σταθεροποίηση της συνολικής εγχώριας αγοράς των φαρμακείων, η οποία αναμένεται να κυμανθεί σε παραπλήσια επίπεδα τη διετία (2017-2018).