Προβληματισμός για νέες επενδύσεις στη φαρμακοβιομηχανία

Μόνο αισιοδοξία δεν προκαλεί το κλίμα των τελευταίων ημερών στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία, μετά και τη δημοσιοποίηση του Νέου Δελτίου Τιμών και τις απώλειες που προοιωνίζονται οι δραματικές μειώσεις. Την ίδια στιγμή αφενός η εκτόξευση της δαπάνης αυξάνει τις υποχρεωτικές επιστροφές σε clawback και rebate που αναλογικά με το μερίδιο των εταιρειών στην ελληνική αγορά, θα ξεπεράσουν για τις ελληνικές εταιρείες φέτος τα 150 εκατ. ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή πάνω από 200 εκατ. ευρώ είναι οι οφειλές του Ελληνικού Δημοσίου (Νοσοκομεία και ΕΟΠΥΥ) προς αυτές. Μάλιστα πληροφορίες αναφέρουν πως υπάρχει το ενδεχόμενο από την υποδόση των 7,5 δις. που αναμένεται να εκταμιευτεί στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης της χώρας, ελάχιστα χρήματα να κατευθυνθούν για την αποπληρωμή οφειλών για το φάρμακο. Επίσης δεν αποκλείεται οι φαρμακευτικές να περιμένουν να πάρουν χρήματα μετά το Σεπτέμβριο όταν εκταμιευτεί η δεύτερη υποδόση!

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, οι ελληνικές βιομηχανίες τηρούν στάση αναμονής σχετικά με την υλοποίηση νέων επενδύσεων. Κι αυτό γιατί εάν οι τιμές μειωθούν δραματικά όπως αναμένεται και από την επόμενη ανατιμολόγηση, αφενός δεν θα αντέξουν το κόστος παραγωγής γενοσήμων αφετέρου θα βρεθούν και αντιμέτωπες με την απόσυρση πολλών άλλων off patent φαρμάκων από την ελληνική αγορά, τα οποία παράγουν για λογαριασμό πολυεθνικών.
Υπενθυμίζεται ότι στις 25 Απριλίου το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΟΙ.Π.) ενέκρινε την εισήγηση της υφυπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, αρμόδιας για τη Βιομηχανία, Θεοδώρας Τζάκρη, σχετικά με την πρόταση Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Κύκλοι της αγοράς δηλώνουν πως δε γνωρίζουν παρά μόνο σε γενικές γραμμές τι μπορεί να περιέχει αυτό το σχέδιο το οποίο εκπονείται από εξωτερικό συνεργάτη του υπουργείου και αναμένεται ίσως προς το τέλος του μήνα. Βέβαια η βιομηχανία χρήζει άμεσων αποφάσεων στήριξης, και όχι από ένα θεωρητικό πλαίσιο που δεν θα καταφέρει να εμποδίσει την απαξίωση του κλάδου μέχρι αν εφαρμοστεί. Παράλληλα ο νέος αναπτυξιακός νόμος εκτιμάται ότι δεν εξασφάλισε κάποια ουσιαστικά οφέλη για τον κλάδο.

Εξαγωγές
Ο κλάδος του φαρμάκου θεωρείται κορυφαίος στη χώρα όσον αφορά στον τομέα των εξαγώγιμων προϊόντων μεταποίησης. Όμως και αυτή η διάσταση της φαρμακοβιομηχανίας κινδυνεύει αφού η τραγική έλλειψη ρευστότητας δεν ευνοεί αφενός τις παραγγελίες πρώτων υλών αφετέρου τις περαιτέρω επενδύσεις, πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων. Παράλληλα οι χαμηλές τιμές εντός Ελλάδος επηρεάζουν και τη διακίνηση ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό.
Μέσα σε όλα αυτά, πριν από μερικούς μήνες προέκυψε και μια νέα παράμετρος η οποία αφορά την εναρμόνιση των μονάδων παραγωγής με τον «Κανονισμό 2016 /161 της Ε.Ε. σχετικά με τον καθορισμό κανόνων για την αποτροπή εισόδου ψευδεπίγραφων φαρμάκων στη νόμιμη αλυσίδα εφοδιασμού (συμπλήρωση της Οδηγίας 2001/83/ΕΚ)». Με βάση τον κανονισμό τα κράτη μέλη της ΕΕ καλούνται να υιοθετήσουν ένα ενιαίο σύστημα ελέγχου της γνησιότητας των φαρμάκων μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019 (EMVO).

Ως εκ τούτου οι φαρμακευτικές εταιρείες και όσοι εξάγουν φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με το εναρμονισμένο σύστημα για τα χαρακτηριστικά ασφάλειας. Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες είναι υποχρεωμένες λοιπόν να εναρμονιστούν με τη συγκεκριμένη διαδικασία, παρά το γεγονός ότι για την ελληνική αγορά έχει δοθεί μια παράταση τριετίας για τα εντός συνόρων κυκλοφορούντα σκευάσματα. Κι αυτό γιατί πολλές βιομηχανίες εξάγουν και μάλιστα πάνω στις εξαγωγές αυτές προσπαθούν να βασίσουν και τη βιωσιμότητα τους.

Το κόστος όμως της εναρμόνισης δεν είναι μικρό καθώς έχει υπολογιστεί ότι ξεπερνά τις 200.000 ευρώ (μπορεί να φτάσει και σε διπλάσια επίπεδα) για κάθε γραμμή παραγωγής. Στη χώρα μας τα συνολικά 20 και πλέον εργοστάσια φαρμάκου διαθέτουν περισσότερες από 100 γραμμές παραγωγής και έτσι το συνολικό κόστος με βάση τα μεγέθη της ελληνικής βιομηχανίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.

Οι δε συγκεκριμένες επενδύσεις, αφορούν επί της ουσίας σε επενδύσεις συντήρησης και όχι επέκτασης, καθώς δεν δημιουργούν νέες παραγωγικές μονάδες ή αφορούν σε αύξηση της παραγωγής και ανάπτυξης νέων προϊόντων. Θα πρέπει να υλοποιηθούν προκειμένου οι υψηλού επιπέδου ελληνικές βιομηχανίες να παραμείνουν δραστήριες και ανταγωνιστικές μέσα στο πεδίο της απαιτητικής ευρωπαϊκής αγοράς φαρμάκου.

Ίσως το 2019 να θεωρείται σχετικά μακρινό, όμως ήδη στο εξωτερικό η διαδικασία εναρμόνισης έχει ξεκινήσει, και μάλιστα εδώ και πάνω από ένα χρόνο ή ελληνικών συμφερόντων Φαμαρ ανακοίνωσε την εναρμόνιση δικής της παραγωγικής μονάδας στο εξωτερικό.

Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το συνολικό κόστος για την ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία στο σύνολό της βρίσκεται υπό συνεχείς διαβουλεύσεις σε επίπεδο όλων των εμπλεκόμενων φορέων, προκειμένου να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση. Το ίδιο ισχύει και στη χώρα μας η οποία όμως αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας συνολικά.