Μια συνολική θεώρηση για τη μετάβαση σε μια «κοινωνία της μακροβιότητας», παρουσίασε στο πλαίσιο του διεθνούς συνεδρίου “ Economics of Longevity and Aging ” , το οποίο διεξάγεται στις 17 και 18 Ιουνίου στην Αθήνα, ο Andrew Scott, καθηγητής του London Business School, συνεργάτης του Centre for Economic Policy Research ( συνεργάτης του Centre for Economic Policy).
Ο καθηγητής εστίασε στον κρίσιμο ρόλο της υγείας ως παράγοντα που επηρεάζει την απασχόληση, την οικονομική απόδοση και τη βιωσιμότητα του δημόσιου συστήματος υγείας. Όπως υπογράμμισε, «δεν αρκεί να ζούμε περισσότερο — πρέπει να παραμένουμε υγιείς περισσότερο».
Η παρουσίασή του ανέδειξε τη νέα μακροοικονομική διάσταση της υγείας, ειδικά σε κοινωνίες με ταχύτατα γηράσκοντα πληθυσμό. Εστιάζοντας στις ηλικίες 50 έως 65 ετών, σημείωσε ότι η ενίσχυση της συμμετοχής στην εργασία αυτής της ηλικιακής ομάδας είναι καθοριστική για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών και υγειονομικών συστημάτων.
Μέσα από διαγράμματα, ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο η υγεία, το εισόδημα και ο κύκλος ζωής αλληλεπιδρούν για να διαμορφώσουν την ποιότητα ζωής. Τεκμηρίωσε ότι η υγεία είναι ισχυρότερος παράγοντας ευημερίας από το εισόδημα, ενώ ανέδειξε τις ηλικιακά σχετιζόμενες νόσους — όπως τα καρδιαγγειακά και η άνοια — ως κορυφαίες προκλήσεις παγκοσμίως.
Σημείωσε χαρακτηριστικά ότι τα σύγχρονα συστήματα υγείας είναι σχεδιασμένα για να διατηρούν τη ζωή, όχι την υγεία. Για να καταδείξει το δίλημμα, χρησιμοποίησε δύο συμβολικά σενάρια: το «μοντέλο Πίτερ Παν» και το «μοντέλο λυκάνθρωπου» (παράταση ζωής χωρίς αντίστοιχη υγεία). Όπως είπε, η αξία ενός επιπλέον υγιούς έτους είναι μεγαλύτερη από την αξία ενός έτους ζωής χωρίς υγεία, και αυτή η διαφορά με την ηλικία.
Ανέλυσε γραφικά τη διαφοροποίηση της αξίας της ζωής έναντι της αξίας υγιούς ζωής ανά ηλικία, καταλήγοντας ότι το υγιές προσδόκιμο έχει μεγαλύτερη ωφέλεια, ιδιαίτερα μετά τα 60.
Ο Andrew Scott υποστήριξε ότι απαιτεί ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος υγείας, με στροφή στην πρόληψη για την παρέμβαση, στη σύνδεση της γεροντολογικής επιστήμης με την κλινική ιατρική και στοχευμένη αξιοποίηση των πόρων για τη διατήρηση της υγείας και όχι αποκλειστικά για τη θεραπεία.
Υπογράμμισε ότι η γήρανση είναι εύπλαστη και εξαρτάται όχι μόνο από τη βιολογία, αλλά και από κοινωνικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες: την εκπαίδευση, το εισόδημα και τις καθημερινές μας επιλογές.
Με δεδομένα από τις ΗΠΑ, ανέδειξε την πτώση της απασχόλησης μετά τα 50 και τους παράγοντες που εντείνουν — μεταξύ των προβλημάτων υγείας, φροντίδας, έλλειψη δεξιοτήτων, ηλικιακές διακρίσεις και μη φιλικές θέσεις εργασίας για ηλικιωμένους. Με διάγραμμα κόστους–οφέλους εξήγησε πώς το αυξανόμενο προσδόκιμο ζωής καθορίζει την παράταση της εργασιακής συμμετοχής και τη μετατόπιση του ορίου συνταξιοδότησης.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο «αθροιστικό όφελος της προληπτικής υγείας», τονίζοντας πως όσο νωρίτερα ξεκινά η επένδυση στην πρόληψη, τόσο μεγαλύτερη είναι η μακροπρόθεσμη απόδοση — ιδίως κοντά στην ηλικία των 65. Η συσχέτιση είναι άμεση: καλύτερη υγεία σημαίνει αυξημένη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, υψηλότερα φορολογικά έσοδα, μειωμένες δημόσιες δαπάνες και συνολικά μεγαλύτερο ΑΕΠ.
Τα βασικά του συμπεράσματα :
- «Το δημογραφικό δεν είναι μοίρα» – η γήρανση μπορεί να διαμορφωθεί ενεργά μέσω πολιτικής.
- Η υγεία και το προσδόκιμο υγιούς ζωής πρέπει να είναι βασικός στόχος της δημόσιας πολιτικής.
- Η επένδυση στην υγεία είναι μοχλός ανάπτυξη, όχι δημοσιονομικό βάρος.
- Οι χώρες που προετοιμάζονται σωστά για τη μακροβιότητα που θα αποκομίσουν τα μεγαλύτερα μακροοικονομικά και κοινωνικά.