Επιβεβαιώνονται πλέον οι υποψίες των επιστημόνων ότι σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική αποκατάσταση πρόσθιου χιαστού συνδέσμου παίζει σημαντικό ρόλο ο τρόπος που κινούνται μετεγχειρητικά, για την πορεία της υγείας του γονάτου στο οποίο έγινε η επέμβαση.
Έρευνα που διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνα και του Πανεπιστημίου Brigham Young έδειξε ότι η μακροπρόθεσμη επιτυχία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δύναμη με την οποία πατά το τραυματισμένο πόδι στο έδαφος.
«Το γόνατο είναι μία περίπλοκη άρθρωση, όπου το μηριαίο οστό συνδέεται με την κνήμη. Η κίνησή του ελέγχεται από τέσσερις συνδέσμους. Οι πλάγιοι σύνδεσμοι (έσω και έξω) εξασφαλίζουν τη κίνηση των οστών προς τα πλάγια προστατεύοντας την άρθρωση, ενώ ο πρόσθιος και ο οπίσθιος χιαστός σύνδεσμος ελέγχουν την προσθοπίσθια και στροφική κίνησή της.
Από τους τέσσερις, ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος τραυματίζεται συχνότερα, κυρίως όταν το γόνατο υπερεκτείνεται και περιστρέφεται ταυτόχρονα. Πρόκειται για έναν σοβαρό τραυματισμό που έχει σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργικότητα της άρθρωσης», σημειώνει ο χειρουργός ορθοπεδικός, επικεφαλής του Τμήματος Επανορθωτικής & Ελάχιστα Επεμβατικής Χειρουργικής Ισχίου – Γόνατος της Osteon Orthopedic & Spine Clinic Δρ. Βασίλειος Σακελλαρίου.
Όπως μας εξηγεί, οι ασθενείς που υφίστανται μια ρήξη πρόσθιου χιαστού νιώθουν έντονο πόνο, παρατηρούν οίδημα στην άρθρωση και απώλεια του πλήρους εύρους κίνησής της, έχουν ευαισθησία κατά την ψηλάφηση και δυσκολεύονται στη βάδιση.
Ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος μπορεί να υποστεί μερική ή ολική ρήξη. Στην πρώτη περίπτωση η αρχική θεραπεία είναι συντηρητική και αναλόγως της πορείας αποφασίζεται η ανάγκη για χειρουργική αντιμετώπιση. Όταν όμως η ρήξη είναι ολική, τότε η αποκατάσταση μπορεί να γίνει μόνο με την υποβολή του ασθενή σε χειρουργείο. Η αντιμετώπισή της γίνεται με τη μέθοδο της αρθροσκόπησης και ταυτόχρονη συνδεσμοπλαστική.
Η πιο σύγχρονη προσέγγιση στη συνδεσμοπλαστική είναι η τεχνική All Inside, η οποία έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια με εντυπωσιακά μετεγχειρητικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα για τις υψηλές απαιτήσεις των επαγγελματιών του αθλητισμού.
Παρά την εξέλιξη, όμως, των χειρουργικών μεθόδων, έχει διαπιστωθεί ότι ένα ποσοστό χειρουργημένων ασθενών εμφανίζουν οστεοαρθρίτιδα στο γόνατο εντός μιας δεκαετίας μετά από την χειρουργική αποκατάσταση του πρόσθιου χιαστού. Στατιστικές δείχνουν, επίσης, ότι το ήμισυ περίπου των τραυματιών, στην 20ετία αντιμετωπίζουν λειτουργικά προβλήματα στην άρθρωση, εάν δεν σπεύσουν εγκαίρως στον θεράποντα ιατρό τους.
Οι επιστήμονες από τα δύο πανεπιστήμια αναρωτήθηκαν για τους λόγους που συμβαίνει αυτό. Υπέθεσαν ότι η αιτία είναι είτε η ίδια η πρόκληση χρόνιας φλεγμονής λόγω της αρθρικής βλάβης με αποτέλεσμα αλλαγές του ιστού, είτε ο διαφορετικός τρόπος φόρτισης του τραυματισμένου ποδιού μετεγχειρητικά, ο οποίος σε βάθος χρόνου προκαλεί βλάβη στον χόνδρο.
Διεξήγαγαν μελέτη για την παρακολούθηση της βιομηχανικής της βάδισης σε άτομα που είχαν υποβληθεί σε αποκατάσταση χιαστού από 6 μήνες έως 13 χρόνια πριν τη μελέτη.
Αφού συγκέντρωσαν δεδομένα που περιέγραφαν τις δυνάμεις αντίδρασης εδάφους στο τραυματισμένο πόδι κατά τη διάρκεια του περπατήματος, κατηγοριοποίησαν τους ασθενείς σε ασυμπτωματικούς και σε συμπτωματικούς και στη συνέχεια τους ζήτησαν να περπατήσουν με σταθερή ταχύτητα (δικής τους επιλογής), ξυπόλυτοι πάνω σε ένα ενσωματωμένο σε διάδρομο δυναμοδάπεδο σε τρεις χρονικές στιγμές:
- πριν συμπληρώσουν 12 μήνες από τη χειρουργική επέμβαση,
- στο διάστημα μεταξύ 12 και 24 μηνών και
- αφού είχαν περάσει 24 μήνες από την εγχείρηση.
Οι συμμετέχοντες ήταν εξοπλισμένοι με ανακλαστικούς δείκτες (retroreflective markers) στα πόδια τους και οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα σύστημα λήψης 3D κίνησης με 10 κάμερες για να παρακολουθήσουν τις θέσεις των δεικτών.
Διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που παρουσίαζαν συμπτώματα μετά την επέμβαση είτε υπερφόρτιζαν είτε είχαν ανεπαρκή μηχανική φόρτιση στο τραυματισμένο πόδι κατά 4 έως 5% περισσότερο από αυτή της ασυμπτωματικής ομάδας.
Παρότι το ποσοστό φαίνεται εκ πρώτης όψεως αμελητέο, η χρονίως επαναλαμβανόμενη διαφορά στη φόρτιση, μπορεί να εξηγήσει γιατί είναι πιθανό να αναπτύξει μια προοδευτική και χρόνια ασθένεια όπως η μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα, η οποία προκαλεί πόνο, σταδιακή εκφύλιση και τελικά δυσκολία στη λειτουργία της άρθρωσης.
Τα ευρήματα υποστηρίζουν επίσης ότι η σχέση επηρεάζεται θετικά από τον μετεγχειρητικό χρόνο.
Γνωρίζοντας πλέον πού μπορεί να οφείλεται η τυχόν δυσλειτουργία της άρθρωσης πολλά χρόνια μετά τη χειρουργική αποκατάσταση χιαστού, μέλημα των ασθενών θα πρέπει να είναι ο έλεγχος και η αποκατάσταση της μηχανικής της κίνησης, μέσω φυσικοθεραπειών και ασκήσεων ενδυνάμωσης, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα εμφάνισης οστεοαρθρίτιδας.
«Η σπουδαιότητα του ρόλου του γόνατος έχει οδηγήσει τους επιστήμονες σε αναζήτηση καινοτόμων αποφάσεων για τη φροντίδα των ασθενών μετά από έναν τραυματισμό του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου. Οι χειρουργοί αυξάνουν τις προσπάθειές τους για ανακάλυψη νέων τρόπων αποκατάστασης της λειτουργίας του και επιδιώκουν να στρέψουν την προσοχή τόσο στη αποκατάσταση των δομών μετά από τον τραυματισμό όσο και στον ιδανικό χρόνο υποβολής των ασθενών σε αποκατάσταση της βλάβης.
Εκτός από την τεχνική All Inside, η οποία έχει σημαντικά πλεονεκτήματα συγκριτικά με άλλες αρθροσκοπικές προσεγγίσεις, τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί και άλλες τεχνικές που αξιοποιούν τους φυσικούς μηχανισμούς επούλωσης του οργανισμού, όπως είναι η θεραπεία με χορήγηση βλαστοκυττάρων και πλάσματος (PRP) και η τεχνική Ligamys. Κάθε μία έχει να προσφέρει μια σειρά από οφέλη.
Η τελική απόφαση για την επιλογή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και λαμβάνεται κατόπιν εκτενούς συζήτησης με τον ασθενή», καταλήγει ο Δρ. Βασίλειος Σακελλαρίου.