Με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής τιμώνται από κοινού ο Βρετανός Μάικλ Χόουτον και οι Αμερικάνοι Χάρβεϊ Άλτερ και Τσαρλς Ράις για “την ανακάλυψη του ιού της ηπατίτιδας C”.
Οι τρεις επιστήμονες επιβραβεύονται για την “αποφασιστική συμβολή” τους στον αγώνα για την καταπολέμηση της ηπατίτιδας, “ένα μεγάλο παγκόσμιο πρόβλημα υγείας, που προκαλεί κίρρωση και καρκίνο του ήπατος”, στον κόσμο, ανακοίνωσε η επιτροπή απονομής των Νόμπελ.
Έως σήμερα, έχουν απονεμηθεί 110 Νόμπελ Ιατρικής ή Φυσιολογίας, αρχής γενομένης από το 1901. Μόνο εννέα χρονιές δεν απονεμήθηκε το Νόμπελ, κυρίως λόγω του πρώτου και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Από τα 110 Νόμπελ, τα 39 έχουν απονεμηθεί σε ένα επιστήμονα, τα 33 σε δύο μαζί, ενώ τα 38 σε τρεις. Συνολικά, έχουν τιμηθεί 219 επιστήμονες, εκ των οποίων ο νεότερος ήταν 32 ετών (το 1923) και ο γηραιότερος 87 ετών (το 1966). Από τους 219, μόνο 12 ήσαν γυναίκες και από αυτές μόνο μία ήταν αυτή που δεν το μοιράστηκε με άλλους συναδέλφους της.
Κανένας έως σήμερα δεν έχει πάρει Νόμπελ Ιατρικής/Φυσιολογίας πάνω από μία φορά, ενώ δύο φορές το έχουν μοιραστεί παντρεμένα ζευγάρια επιστημόνων (το 1947 και το 2014). Μία και μοναδική φορά ένας Νομπελίστας Ιατρικής, το 1939, υποχρεώθηκε από τον Χίτλερ να αρνηθεί το βραβείο.
Η πιο διάσημη περίπτωση επιφανούς επιστήμονα που δεν πήρε το Νόμπελ Ιατρικής, είναι του Αυστριακού «πατέρα» της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος προτάθηκε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά 32 φορές! Αλλά κάθε φορά προτιμήθηκε κάποιος άλλος. Τελικά η επιτροπή απονομής των Νόμπελ αποφάσισε ότι πλέον δεν θα εξέταζε άλλη υποψηφιότητα του Φρόιντ με το σκεπτικό ότι το έργο του δεν είχε αποδεδειγμένη επιστημονική αξία. Το 1936 ο Ρομέν Ρολάν πρότεινε τον Φρόιντ για το Νόμπελ Λογοτεχνίας (μιας και ο τελευταίος έγραφε πολύ ωραία), αλλά και πάλι εις μάτην.
Οι υποψηφιότητες για τα Νόμπελ κρατιούνται μυστικές για 50 χρόνια. Το βραβείο συνοδεύεται από το ποσό των εννέα εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών.
Το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής (σουηδικά: Nobelpriset i fysiologi eller medicin) που χορηγείται από το Ίδρυμα Νόμπελ, απονέμεται μία φορά το χρόνο για εξαίρετες ανακαλύψεις στους τομείς των βιοεπιστημών και της ιατρικής. Είναι ένα από τα πέντε βραβεία Νόμπελ που αθλοθετήθηκαν το 1895 από τον Σουηδό χημικό Άλφρεντ Νόμπελ, εφευρέτη της δυναμίτιδας, στη διαθήκη του. Ο Νόμπελ ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την πειραματική φυσιολογία και ήθελε να δημιουργήσει ένα βραβείο για την πρόοδο μέσα από επιστημονικές ανακαλύψεις στα εργαστήρια.
Το Βραβείο Νόμπελ απονέμεται στον παραλήπτη (ή τους παραλήπτες) σε ετήσια τελετή στις 10 Δεκεμβρίου, επέτειο του θανάτου του Νόμπελ, μαζί με ένα δίπλωμα και ένα πιστοποιητικό για το χρηματικό έπαθλο. Η μπροστινή πλευρά του μεταλλίου παρέχει το ίδιο προφίλ του Άλφρεντ Νόμπελ, όπως απεικονίζεται στα μετάλλια για φυσική, χημεία, και λογοτεχνία, ενώ η πίσω πλευρά του είναι μοναδική στο συγκεκριμένο μετάλλιο.