Η δεύτερη δόση πρέπει να χορηγείται όσο το δυνατό εγγύτερα στο προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα. Εάν υπάρξει καθυστέρηση στη χορήγηση της δεύτερης δόσης, τότε αυτή μπορεί να χορηγηθεί έως και 6 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση. Υπάρχουν προς το παρόν περιορισμένα δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού πέρα από αυτό το χρονικό πλαίσιο.
Ιδανικά, ο κάθε εμβολιασμένος θα πρέπει να λαμβάνει δύο δόσεις από το ίδιο εμβόλιο.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της συγχορήγησης των εμβολίων mRNA έναντι του SARS-CoV-2 με άλλα εμβόλια. Συστήνεται ένα ελάχιστο διάστημα 14 ημερών πριν και μετά τη χορήγηση ενός άλλου εμβολίου για τη χορήγηση εμβολίων mRNA έναντι του SARS-CoV-2.
Ωστόσο, σε έκτακτες καταστάσεις όπου το προσδοκώμενο όφελος αναμένεται να είναι μεγαλύτερο από τους κινδύνους, όπως στην περίπτωση αντιτετανικού εμβολίου μετά από τραυματισμό, τότε θα πρέπει να συγχορηγούνται ακόμα και σε μικρότερα μεσοδιαστήματα.
Επί του παρόντος, δεν συστήνονται επιπλέον αναμνηστικές εμβολιαστικές δόσεις.
Δεν συστήνεται η προφυλακτική χορήγηση αντισταμινικών πριν τον εμβολιασμό για πρόληψη αλλεργικών αντιδράσεων.
‘Ατομα που έχουν λάβει θεραπεία με πλάσμα αναρρώσαντων από COVID-19: Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των εμβολίων mRNA σε όσους έχουν λάβει μονοκλωνικά αντισώματα ή πλάσμα αναρρώσαντων από COVID-19. Λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο ημίσειας ζωής αυτών των θεραπειών και ότι η επαναλοίμωξη είναι ασυνήθης εντός των πρώτων 90 ημερών από την αρχική λοίμωξη, ο εμβολιασμός συστήνεται μετά το πέρας των 90 ημερών.
Εμβολιασμός ατόμων με συνυπάρχουσες παθήσεις
Εμβολιασμός ειδικών κατηγοριών
Συστάσεις δημόσιας υγείας για τους εμβολιασθέντες
Οι εμβολιασθέντες που έχουν εκτεθεί σε πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα COVID-19 δεν χρειάζεται να τεθούν σε καραντίνα εάν πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια
1. Είναι πλήρως εμβολιασμένοι και έχουν παρέλθει τουλάχιστον 2 εβδομάδες από τη δεύτερη εμβολιαστική δόση ή από την πρώτη δόση για μονο-δοσιακά εμβόλια
2. Δεν έχουν παρέλθει πάνω από 3 μήνες από τη χορήγηση της τελευταίας δόσης του εμβολίου
3. Παραμένουν ασυμπτωματικοί
Τα άτομα που δεν πληρούν και τα 3 κριτήρια θα πρέπει να συνεχίζουν να ακολουθούν τις συστάσεις απομόνωσης μετά την έκθεση σε πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα COVID-19.
Παρόλο που δεν είναι γνωστός ο κίνδυνος μετάδοσης του SARS-CoV-2 από εμβολιασθέντες, ο εμβολιασμός προστατεύει από συμπτωματική λοίμωξη COVID-19 και τον κυριότερο ρόλο στη μετάδοση του SARS-CoV-2 φαίνεται να τον έχει η συμπτωματική και η προ-συμπτωματική μετάδοση συγκριτικά με την ασυμπτωματική μετάδοση. Το CDC θεωρεί ότι τα ατομικά και κοινωνικά οφέλη αποφυγής της μη απαραίτητης καραντίνας υπερνικούν το θεωρητικό κίνδυνο ασυμπτωματικής μετάδοσης.
Εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα αποτελούν οι νοσηλευόμενοι και οι ένοικοι μονάδων μακροχρόνιας περίθαλψης, οι οποίοι θα πρέπει να ακολουθούν τις οδηγίες καραντίνας μετά την έκθεση σε πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα.