Η έκθεση των εμβρύων σε χημικές ουσίες συνδέεται με υψηλότερη συστολική αρτηριακή πίεση αργότερα, στην εφηβική ηλικία, όπως διαπιστώνει μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ανοιχτής πρόσβασης της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας «Journal of the American Heart Association» και παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Εταιρείας Επιδημιολογικής Έρευνας στη Βοστώνη.
Προηγούμενες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η υψηλή αρτηριακή πίεση στα παιδιά αυξήθηκε παγκοσμίως μεταξύ 2000 και 2015, αυξάνοντας τον μελλοντικό κίνδυνο για καρδιακή νόσο και εγκεφαλικό επεισόδιο. Η συγκεκριμένη έρευνα διερεύνησε την προγεννητική έκθεση σε παντοτινά χημικά και την αρτηριακή πίεση από την πρώιμη παιδική ηλικία έως την εφηβεία.
Μεταξύ των παιδιών των οποίων οι μητέρες είχαν υψηλότερες συγκεντρώσεις παντοτινών χημικών σε δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν μετά τον τοκετό, η ανάλυση διαπίστωσε ότι καθώς τα επίπεδα των χημικών ουσιών διπλασιάζονταν, η συστολική (υψηλή) αρτηριακή πίεση ήταν κατά 1,39- 2,78 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη, και η διαστολική (χαμηλή) αρτηριακή πίεση ήταν μεταξύ 1,22 και 2,54 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη, στα παιδιά ηλικίας 13 έως 18 ετών. Ο κίνδυνος αυξημένης αρτηριακής πίεσης αυξήθηκε κατά 6%- 8% για τα αγόρια και για τα παιδιά που γεννήθηκαν από μη ισπανόφωνες μαύρες μητέρες.
Ο Τζάστιν Ζαχαράια, αναπληρωτής καθηγητής Παιδιατρικής Καρδιολογίας στο Baylor College of Medicine στο Χιούστον και πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας που εξέδωσε επιστημονική δήλωση το 2024 για την περιβαλλοντική έκθεση και την παιδιατρική καρδιολογία, σημειώνει ότι οι χημικές ουσίες μπορούν να παρεμβαίνουν στις ορμόνες και να διαταράσσουν τη συνήθη εφηβική ανάπτυξη, ίσως συμπεριλαμβανομένης της αρτηριακής πίεσης. Προσθέτει ότι είναι ήδη γνωστό ότι τα αγόρια και τα μαύρα παιδιά διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο αυξημένης αρτηριακής πίεσης, και η έκθεση σε αυτές τις χημικές ουσίες μπορεί να συμβάλει σε αυτόν τον υψηλότερο κίνδυνο.
Ενώ οι άνθρωποι μπορούν να προσπαθήσουν να περιορίσουν την έκθεσή τους, επιλέγοντας προϊόντα ή μαγειρικά σκεύη χωρίς PFAS, ουσιαστικές αλλαγές για τη μείωση της καθημερινής έκθεσης σε PFAS απαιτούν δράση σε επίπεδο πολιτικής, τονίζουν οι ερευνητές.
Οι περιορισμοί της μελέτης περιλαμβάνουν ότι η έκθεση σε PFAS μετρήθηκε χρησιμοποιώντας ένα μόνο δείγμα αίματος από τη μητέρα που ελήφθη εντός τριών ημερών μετά τον τοκετό, και ότι λιγότερα παιδιά είχαν μετρήσεις αρτηριακής πίεσης κατά την εφηβεία σε σύγκριση με την πρώιμη παιδική ηλικία.