Η έκθεση των εμβρύων σε χημικές ουσίες συνδέεται με υψηλότερη συστολική αρτηριακή πίεση αργότερα, στην εφηβική ηλικία, όπως διαπιστώνει μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ανοιχτής πρόσβασης της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας «Journal of the American Heart Association» και παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Εταιρείας Επιδημιολογικής Έρευνας στη Βοστώνη.
Οι χημικές ουσίες PFAS είναι μια μεγάλη ομάδα χημικών ουσιών που παράγονται από τον άνθρωπο και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή προϊόντων ανθεκτικών στο νερό, το λίπος και τους λεκέδες. Οι άνθρωποι εκτίθενται κυρίως σε PFAS μέσω του πόσιμου νερού, των τροφίμων και των οικιακών προϊόντων, όπως συσκευασίες τροφίμων, αντικολλητικά μαγειρικά σκεύη, υφάσματα και χαλιά ανθεκτικά στους λεκέδες, καθώς και προϊόντα προσωπικής φροντίδας. Ονομάζονται «παντοτινά χημικά» επειδή δεν διασπώνται εύκολα και μπορούν να συσσωρευτούν στο περιβάλλον ή στο σώμα με την πάροδο του χρόνου.
Η μελέτη παρακολούθησε 1.094 παιδιά από την Boston Birth Cohort για διάρκεια δώδεκα ετών, αναλύοντας περισσότερες από 13.000 μετρήσεις αρτηριακής πίεσης που ελήφθησαν σε τακτικές παιδιατρικές επισκέψεις.
Μεταξύ των παιδιών των οποίων οι μητέρες είχαν υψηλότερες συγκεντρώσεις παντοτινών χημικών σε δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν μετά τον τοκετό, η ανάλυση διαπίστωσε ότι καθώς τα επίπεδα των χημικών ουσιών διπλασιάζονταν, η συστολική (υψηλή) αρτηριακή πίεση ήταν κατά 1,39- 2,78 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη, και η διαστολική (χαμηλή) αρτηριακή πίεση ήταν μεταξύ 1,22 και 2,54 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη, στα παιδιά ηλικίας 13 έως 18 ετών. Ο κίνδυνος αυξημένης αρτηριακής πίεσης αυξήθηκε κατά 6%- 8% για τα αγόρια και για τα παιδιά που γεννήθηκαν από μη ισπανόφωνες μαύρες μητέρες.
Ενώ οι άνθρωποι μπορούν να προσπαθήσουν να περιορίσουν την έκθεσή τους, επιλέγοντας προϊόντα ή μαγειρικά σκεύη χωρίς PFAS, ουσιαστικές αλλαγές για τη μείωση της καθημερινής έκθεσης σε PFAS απαιτούν δράση σε επίπεδο πολιτικής, τονίζουν οι ερευνητές.
Οι περιορισμοί της μελέτης περιλαμβάνουν ότι η έκθεση σε PFAS μετρήθηκε χρησιμοποιώντας ένα μόνο δείγμα αίματος από τη μητέρα που ελήφθη εντός τριών ημερών μετά τον τοκετό, και ότι λιγότερα παιδιά είχαν μετρήσεις αρτηριακής πίεσης κατά την εφηβεία σε σύγκριση με την πρώιμη παιδική ηλικία.