To 50-75% των πληροφοριών που παρέχονται σε μια ιατρική επίσκεψη “εξανεμίζεται” από τη μνήμη των ασθενών, αμέσως. Το 50% της πληροφορίας που έχει παραμείνει, κι αυτό δεν είναι ακριβές, ενώ το 25% των ασθενών σε αντιπηκτική αγωγή δεν θυμάται αν ο γιατρός τους, τους είπε πώς σταματά η θεραπεία στην περίπτωση ενός επείγοντος περιστατικού.
Επιπλέον, το 30-80% των ασθενών δεν βρίσκει λύση σύμφωνη με τις προσδοκίες του, από την επίσκεψη στο γιατρό της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Τα δε μεγαλύτερα παράπονα των γιατρών αφορούν ζητήματα επικοινωνίας και όχι κλινικής πρακτικής.
Τα δεδομένα αυτά ανακοινώθηκαν στη διάρκεια επιστημονικής εκδήλωσης της Boehringer Ingelheim στο Άμστερνταμ, σχετικά με την επικοινωνία γιατρού – ασθενή ιδίως στις περιπτώσεις ασθενών με κολπική μαρμαρυγή.
Η δρ. Σάρα Τζάρβις, γενικός γιατρός που ταυτόχρονα επί 25ετία δημοσιογραφεί στο ΒΒC, παραθέτοντας τα παραπάνω στοιχεία, σημείωσε ότι ο κίνδυνος εγκεφαλικού από την κολπική μαρμαρυγή είναι σαφώς ο μεγαλύτερος έναντι άλλων παθήσεων, όπως η στεφανιαία νόσος, η υπέρταση ή η καρδιακή ανεπάρκεια, επισημαίνοντας την ανάγκη για εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής από τους ασθενείς.
Κεντρικό ρόλο στην επίτευξη της συμμόρφωσης στην αγωγή, έχει η σωστή επικοινωνία με τον ασθενή, παρότι ο γιατρός έχει στη διάθεσή του μόλις 10-20 λεπτά να εξηγήσει στον ασθενή περί τίνος πρόκειται και τι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση της πάθησης.
Όμως, με την ανάπτυξη του ιντερνετ, το 51% των ασθενών, φθάνουν μέχρι και να προκαλούν το γιατρό τους πριν αποφασίσουν να ακολουθήσουν την προτεινόμενη αγωγή, εξαιτίας του …google και των πληροφοριών που έχουν αντλήσει από αυτό.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής αιματολογίας στο Πανεπιστήμιο McMaster του Καναδά κ. Τζον Έικελμπουμ, παραθέτοντας διεθνή επιδημιολογικά στοιχεία για την κολπική μαρμαρυγή, υπογράμμισε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις, οι πάσχοντες αναμένεται να τριπλασιαστούν ως το 2050. Στην Ευρώπη η νόσος πλήττει 400-475 άτομα ανά 100.000 πληθυσμού έναντι 700-775 ατόμων στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Επίσης τείνει να αυξάνεται ραγδαία μετά την ηλικία των 75 ετών, κυρίως για τους άνδρες και μετά τα 85 και για τα δύο φύλα.
Εντούτοις, μόνο οι μισοί πάσχοντες γνωρίζουν το όνομα της πάθησής τους, αν και το 80% ξέρει ότι πρόκειται για ανωμαλία του καρδιακού ρυθμού. Το 50% παίρνει αντιπηκτικά “επειδή τους το είπε ο γιατρός”, όμως πάνω από τους μισούς (55%) δεν γνωρίζει τους κινδύνους που συνδέονται με τα αντιπηκτικά.
Η κολπική μαρμαρυγή πενταπλασιάζει τον κίνδυνο καρδιοεμβολικού επεισοδίου, ενώ περίπου το 20% των ισχαιμικών εγκεφαλικών αποδίδονται στην πάθηση.
Όπως εξήγησε στο Healthmag ο κ. Eikelboom, ένας από τους μηχανισμούς της θρόμβωσης σχετίζεται με την κολπική μαρμαρυγή. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η δημιουργία θρόμβων, αλλά και οι ουλές που έχουν παρατηρηθεί στα αγγεία και την καρδιά, όπως έχει διαπιστωθεί σε ποντίκια.
Η πάθηση σχετίζεται με συμπεριφορές όπως η κατάχρηση αλκοόλ, αλλά και η πολύ έντονη σωματική άσκηση, και προφανώς και το στρες, αν και δεν έχει αποδειχθεί ο μηχανισμός ακόμη. Εντούτοις αλλαγή της συμπεριφοράς του ασθενή, δεν αποκαθιστά το πρόβλημα, γιατί η καρδιά έχει χάσει τη δυνατότητά της να αποκαθιστά το ρυθμό της.
Για το λόγο αυτό, χρειάζεται η χρήση της φαρμακευτικής αγωγής δια βίου, κάτι που δεν είναι εύκολο, ούτε ευχάριστο. Εξαιτίας αυτού μάλιστα είναι απαραίτητο οι ασθενείς να επικοινωνούν ουσιαστικά με το γιατρό τους, προκειμένου να συναποφασίζουν για την αγωγή που θα επιλεγεί.
Όσο για τους ασθενείς που ρωτούν πολλά, στην περίπτωση που πραγματικά δείχνουν ενδιαφέρον για την πάθηση και την αντιμετώπισή της, τότε τα αποτελέσματα είναι τα προσδοκώμενα, όμως υπάρχουν περιπτώσεις που πραγματικά αποτελούν πρόκληση, καθώς οι ασθενείς “ανταγωνίζονται” τις γνώσεις του γιατρού τους, έναντι των πληροφοριών που άντλησαν από το ίντερνετ, χωρίς αυτές απαραίτητα να προέρχονται από σοβαρές πηγές πληροφόρησης.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης, η εξειδικευμένη νοσηλεύτρια του νοσοκομείου Martini στο Groningen της Ολλανδίας, Ineke Baas – Arends, αναφέρθηκε στο μοντέλο αντιμετώπισης της κολπικής μαρμαρυγής που εφαρμόζεται στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με αυτό, ακολουθούνται πλήρως οι κατευθυντήριες οδηγίες, με αποτέλεσμα 72% μείωση της θνησιμότητας και 35% λιγότερες εισαγωγές στο νοσοκομείο, αναδεικνύοντας τη θεραπεία φθηνότερη και αποτελεσματικότερη.
Στην περίπτωση αυτή, οι νοσηλευτές αναλαμβάνουν σημαντικό ρόλο εξηγώντας στους ασθενείς την πάθησή τους, τι έχουν να περιμένουν στο εξής, ποιές είναι οι θεραπευτικές επιλογές, ποιά είναι η δική τους συμμετοχή στην θεραπεία τους, τι να κάνουν αν έχουν υποτροπή και πότε να επικοινωνήσουν με το γιατρό τους, ενώ παράλληλα αξιολογούν την ψυχολογική επίπτωση της νόσου στον ασθενή καθώς και την ποιότητα ζωής του.