Μόλις το 25% των πολιτών στην Ελλάδα που έχουν χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του ΕΣΥ το εμπιστεύεται, ενώ η συνολική εμπιστοσύνη στο σύστημα υγείας παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 36% των πολιτών το θεωρεί αξιόπιστο.
Οι αναλυτές της έκθεσης PaRIS (Αποτελέσματα Έρευνας Δεικτών που αναφέρουν οι Ασθενείς) του ΟΟΣΑ επισημαίνουν ότι η εμπιστοσύνη στα ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα των τελευταίων ετών. Όπως τονίζουν, η δυσπιστία απέναντι στο ΕΣΥ συνδέεται με διαχρονικά συστημικά προβλήματα, όπως η χαμηλή χρηματοδότηση, η ανεπαρκής πρωτοβάθμια περίθαλψη και οι μεγάλες λίστες αναμονής για εξειδικευμένες θεραπείες.
Παρά τη γενική έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα, η πλειοψηφία των ασθενών (78%) δήλωσε ότι εμπιστεύεται τον τελευταίο επαγγελματία υγείας που επισκέφθηκε. Αυτό φανερώνει ότι, παρόλο που γιατροί και νοσηλευτές συχνά αναγνωρίζονται ως ικανοί και συμπονετικοί, οι ελλείψεις του συστήματος υγείας πλήττουν τη συνολική εμπιστοσύνη των πολιτών στις δομές υγειονομικής περίθαλψης.
Η έρευνα του ΟΟΣΑ πραγματοποιήθηκε σε 19 χώρες (μεταξύ αυτών η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ολλανδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες) και περιέλαβε δεδομένα από 107.000 ασθενείς και πάνω από 1.800 υγειονομικές δομές. Η μελέτη επικεντρώθηκε σε άτομα άνω των 45 ετών, καθώς αυτή η ηλικιακή ομάδα αντιμετωπίζει συχνότερα σύνθετα προβλήματα υγείας.
Χαμηλή εμπιστοσύνη στο ΕΣΥ
Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία όσον αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δημόσιο σύστημα υγείας. Σύμφωνα με την έρευνα, πάνω από το 80% των ατόμων άνω των 45 ετών που επισκέφθηκαν ιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης το τελευταίο εξάμηνο διαγνώστηκαν με τουλάχιστον μία χρόνια πάθηση που μέχρι τότε δεν είχε διαγνωστεί. Συχνότερες ασθένειες ήταν η υπέρταση, η αρθρίτιδα, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο διαβήτης.
Παρά την υψηλή συχνότητα αυτών των παθήσεων, το ΕΣΥ δυσκολεύεται να παρέχει σταθερή και ποιοτική φροντίδα για τη διαχείρισή τους. Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι ο κατακερματισμός των υπηρεσιών υγείας, καθώς η ανεπαρκής επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών δομών και η έλλειψη ηλεκτρονικού ιατρικού φακέλου δυσχεραίνουν τη συνέχεια της φροντίδας των ασθενών.
Αδυναμίες της πρωτοβάθμιας περίθαλψης
Μια σημαντική αδυναμία του ελληνικού συστήματος υγείας είναι η υποανάπτυκτη πρωτοβάθμια φροντίδα. Σε αντίθεση με χώρες όπως η Ισπανία και η Ολλανδία, όπου η πρωτοβάθμια περίθαλψη παίζει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των ασθενών, στην Ελλάδα το βάρος πέφτει κυρίως στα νοσοκομεία και τις εξειδικευμένες υπηρεσίες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την υπερφόρτωση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), την αύξηση των χρόνων αναμονής και την επιβάρυνση του συνολικού κόστους του συστήματος.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ τονίζει τη σημασία της επένδυσης στην πρωτοβάθμια φροντίδα για τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο σύστημα. Χώρες με ισχυρή πρωτοβάθμια περίθαλψη έχουν καλύτερη εμπειρία ασθενών, χαμηλότερο κόστος υγείας και υψηλότερα ποσοστά ικανοποίησης του κοινού. Για την Ελλάδα, οι ειδικοί προτείνουν ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, αύξηση του αριθμού γενικών ιατρών και υιοθέτηση ολοκληρωμένων σχεδίων διαχείρισης ασθενών.
Δαπάνες και πόροι
Οι δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη στην Ελλάδα παραμένουν χαμηλές σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Παρότι η αύξηση των δαπανών δεν εγγυάται πάντα καλύτερα αποτελέσματα, η έρευνα δείχνει ότι τα κράτη που επενδύουν περισσότερο στην υγεία έχουν υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης και καλύτερες αναφορές από τους ασθενείς.
Η Ελλάδα, μετά από χρόνια δημοσιονομικών περικοπών λόγω των μέτρων λιτότητας, αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις σε νοσοκομειακούς πόρους, απαρχαιωμένο ιατρικό εξοπλισμό και υποστελεχωμένες δομές. Οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας, από την πλευρά τους, εργάζονται υπό δύσκολες συνθήκες, με υψηλό φόρτο εργασίας, χαμηλούς μισθούς και περιορισμένη υποστήριξη. Αυτοί οι παράγοντες οδηγούν σε επαγγελματική εξουθένωση και στη μετανάστευση γιατρών και νοσηλευτών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα, απαιτούνται αυξημένες επενδύσεις στις υποδομές υγείας, βελτίωση των συνθηκών εργασίας για το ιατρικό προσωπικό και πολιτικές που θα συγκρατήσουν εξειδικευμένο προσωπικό στη χώρα.