Το “πράσινο φως” για την κατάργηση του τέλους εισόδου 25% για την εισαγωγή των νέων φαρμάκων στην αγορά και την αλλαγή κατανομής του clawback μεταξύ των φαρμακευτικών επιχειρήσεων έδωσε προχθές ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο της συνεδρίασης του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής.
Στην ίδια συνεδρίαση, αποφασίσθηκε να δοθούν το 2020 επιπλέον 90 εκ. ευρώ στα όρια της φαρμακευτικής δαπάνης, τα οποία θα κατανεμηθούν από 45 εκ. ευρώ στην νοσοκομειακή και την εξωνοσοκομειακή.
Στη συνεδρίαση, ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός εισηγήθηκε ένα νέο “μίγμα” φαρμακευτικής πολιτικής μετά το τέλος των προγραμμάτων προσαρμογής, το οποίο περιλαμβάνει:
- αλλαγές στην τιμολογιακή και αποζημιωτική πολιτική – τα μέτρα έχουν ήδη δρομολογηθεί,
- επιτάχυνση των διαρθρωτικών μέτρων (αξιολόγηση-διαπραγμάτευση-πρωτόκολλα) για τον επιστημονικά τεκμηριωμένο έλεγχο της ζήτησης και της δαπάνης,
- δικαιότερη κατανομή των αυξημένων υποχρεωτικών επιστροφών της φαρμακοβιομηχανίας και
- εξορθολογισμό των επιβαρύνσεων στην εισαγωγή νέων φαρμάκων,
- σταδιακή ενίσχυση των ορίων της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης (εξωνοσοκομειακής-νοσοκομειακής) σε βάθος 3ετίας (2020-2022) και
- ενίσχυση της αναπτυξιακής διάστασης της πολιτικής φαρμάκου μέσω του συμψηφισμού των επιστροφών με δαπάνες κλινικών μελετών και καινοτόμων παραγωγικών επενδύσεων στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, οι κατευθύνσεις αυτές καθιστούν το πλαίσιο πιο βιώσιμο και προβλέψιμο για τη φαρμακοβιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζουν:
1. την εγγυημένη πρόσβαση όλων των ασθενών στα φάρμακα
2. τη μείωση της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών
3. την είσοδο των πραγματικά καινοτόμων φαρμάκων στη χώρα
4. την επάρκεια φαρμάκων στην αγορά
5. το αίσθημα υγειονομικής ασφάλειας στην κοινωνία.
Τα επιμέρους μέτρα της νέας φαρμακευτικής πολιτικής θα συζητηθούν σε νέα συνεδρίαση του ΚΥΣΟΙΠ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Υγείας θα φέρει άμεσα την αναμενόμενη νομοθετική ρύθμιση για την κατάργηση του τέλους εισόδου 25% τα δύο πρώτα χρόνια κυκλοφορίας ενός φαρμάκου που ισχύει σήμερα, και το οποίο θα αντικατασταθεί με τέλος 5% τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας. Το ποσοστό αυτό θα μειώνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα ανά χρόνο κυκλοφορίας μέχρι το 1% τον πέμπτο χρόνο κυκλοφορίας του κάθε σκευάσματος.
Η επόμενη νομοθετική ρύθμιση από το υπουργείο Υγείας, αφορά την κατανομή του clawback που επίσης έχει προαναγγελθεί ότι θα συνεχίσει να εφαρμόζεται, όμως θα ληφθούν επιπλέον μέτρα για τα φάρμακα που κερδίζουν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς έναντι των υπολοίπων.
Σήμερα το 90% της υποχρεωτικής επιστροφής, διαμοιράζεται μεταξύ των φαρμακευτικών εταιριών ανάλογα με το μερίδιο αγοράς τους και ανεξάρτητα από την κερδοφορία τους. Το υπόλοιπο 10% κατανέμεται ανάλογα με τα ποσοστά ανάπτυξης της κάθε εταιρίας για τη χρονιά που πέρασε.
Με τη νέα ρύθμιση, τα ποσοστά αυτά θα αλλάξουν και θα διαμορφωθούν σε 75% – 25%, κατά τον ίδιο τρόπο που γίνεται και σήμερα.
Το πρώτο μέτρο αναμένεται από τη φαρμακοβιομηχανία εδώ και καιρό, για την άρση ενός μόνο από τα εμπόδια κυκλοφορίας νέων φαρμάκων στην αγορά, το οποίο όμως χρειάζεται και τις άμεσες εγκρίσεις από τις Επιτροπές Αξιολόγησης και Διαπραγμάτευσης.
Το δεύτερο μέτρο έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, καθώς οι εκπρόσωποι της φαρμακοβιομηχανίας έχουν επισημάνει ότι πρόκειται για απολύτως αντιαναπτυξιακό μέτρο που στοχοποιεί τα προϊόντα που αναπτύσσονται. Έτσι, δεν έχουν λόγο οι επιχειρήσεις να διατηρούν ολόκληρη τη γκάμα των προϊόντων τους, ιδίως τα παλαιά και φθηνά τα οποία είτε δεν παρουσιάζουν σημαντική κερδοφορία, είτε ακόμη και φέρνουν ζημίες στις επιχειρήσεις, διατηρούνται όμως στην αγορά για την κάλυψη των ασθενών. Αντίστοιχα, οι ελληνικές φαρμακευτικές που παράγουν γενόσημα, επισημαίνουν ότι το μέτρο συμπεριλαμβάνεται στα αντικίνητρα διεύρυνσης του μεριδίου αγοράς των γενοσήμων, τα οποία παρότι υπάρχει στόχος αύξησής τους, παραμένουν καθηλωμένα στο 23%.
Όσο για την αύξηση των ορίων της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, παράγοντες της αγοράς χαρακτηρίζουν τα 90 εκ. ευρώ ως ψίχουλα, τη στιγμή που η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη είναι καθηλωμένη επί χρόνια στο 1,945 δισ. ευρώ όταν οι ανάγκες του πληθυσμού υπολογίζονται στα 2,5 δισ. ευρώ περίπου, ενώ αντίστοιχα η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη κυμαίνεται μεταξύ 500-530 εκ. ευρώ, όταν οι ανάγκες των νοσοκομείων φθάνουν τα 800 εκ. ευρώ και πλέον.