Η επεξεργασία του νομοσχεδίου για την αναμόρφωση του θεσμού του προσωπικού γιατρού και τη σύσταση πανεπιστημιακών κέντρων υγείας ολοκληρώθηκε στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής. Το νομοσχέδιο υποστηρίχθηκε από τη Νέα Δημοκρατία, ενώ καταψηφίστηκε από τα κόμματα ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά και «Νίκη». ΠΑΣΟΚ, Ελληνική Λύση, Πλεύση Ελευθερίας και «Σπαρτιάτες» επιφυλάχθηκαν για τη στάση τους στην ολομέλεια.
Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη, σχολίασε την ένταξη των αγροτικών και ειδικευόμενων γιατρών στον θεσμό του προσωπικού γιατρού, τονίζοντας τη συμβολή τους στην περίθαλψη των κατοίκων της επαρχίας. Η κ. Αγαπηδάκη επεσήμανε ότι όλοι οι γιατροί θα λάβουν την απαραίτητη εκπαίδευση για το ρόλο του προσωπικού γιατρού, ενώ για πρώτη φορά θα εξασφαλιστεί δωρεάν προσωπικός παιδίατρος για 530.000 παιδιά, με έμφαση σε άτομα που αποφεύγουν τον γιατρό λόγω κόστους.
Ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, επεσήμανε την ανάγκη εύρεσης επιπλέον γιατρών, για να καλυφθούν οι ανάγκες των 8 εκατομμυρίων πολιτών που προβλέπεται να ενταχθούν στο νέο σύστημα. Αντέκρουσε, επίσης, την κριτική της αντιπολίτευσης για την ένταξη των αγροτικών και ειδικευόμενων γιατρών στον θεσμό του προσωπικού γιατρού, λέγοντας ότι η αναζήτηση επιπλέον ειδικοτήτων δεν έφερε αποτελέσματα.
Η εισηγήτρια της ΝΔ, Μαρία Κεφάλα, δήλωσε ότι το νομοσχέδιο ενισχύει την προληπτική ιατρική και επιτρέπει σε όλους τους πολίτες να αποκτήσουν προσωπικό γιατρό. Παράλληλα, το σχέδιο προβλέπει την ίδρυση πανεπιστημιακών κέντρων υγείας και την καθιέρωση δεικτών απόδοσης των γιατρών.
Οι εκπρόσωποι των κομμάτων της αντιπολίτευσης εξέφρασαν διαφορετικές ανησυχίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο είναι μια «λύση ανάγκης», καθώς οι αγροτικοί γιατροί δεν έχουν την απαραίτητη εμπειρία. Το ΠΑΣΟΚ σημείωσε ότι το νομοσχέδιο στοχεύει περισσότερο στην ικανοποίηση υποχρεώσεων προς το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ το ΚΚΕ τόνισε τη διάλυση της δημόσιας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Παρόμοιες επιφυλάξεις διατύπωσαν και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, εκφράζοντας ανησυχίες για την έλλειψη μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού και την πιθανότητα το νομοσχέδιο να μην προσφέρει ουσιαστικές βελτιώσεις στη δημόσια υγεία.