Ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, Ιωάννης Κεφαλογιάννης, μίλησε στο Κεντρικό Δελτίο Ειδήσεων του Kontra και στον Νίκο Παναγιωτόπουλο για τις αλλαγές που σχεδιάζονται στα Στρατιωτικά Νοσοκομεία. Αναφερόμενος στις καρατομήσεις διοικήσεων, χαρακτήρισε την απόφαση του Νίκου Δένδια αναγκαία και τόνισε πως ήδη από τον Οκτώβριο έχει παρουσιαστεί σχετικό νομοσχέδιο που αναμένεται να ψηφιστεί τον Ιανουάριο, με στόχο την αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων.
Το παράδοξο
«Τα στρατιωτικά νοσοκομεία θεωρούνται στρατιωτικές μονάδες και όχι νοσοκομεία, γεγονός που τα απαλλάσσει από την υποχρέωση κατάθεσης ισολογισμών», επισήμανε ο υφυπουργός. Αν και δεν υπονόησε ύπαρξη αδιαφανών πρακτικών, επεσήμανε πως το υφιστάμενο καθεστώς θα μπορούσε να εγείρει τέτοια ζητήματα. Επιπλέον, αναφέρθηκε στις αυξανόμενες παραιτήσεις στρατιωτικών γιατρών, που στερούν τις μονάδες από κρίσιμες ειδικότητες. «Οι στρατιωτικοί γιατροί συχνά βλέπουν την καριέρα τους να εξαρτάται από στρατιωτικά καθήκοντα, αντί από την ιατρική. Για παράδειγμα, αναγκάζονται να διοικούν μονάδες σε νησιά για να προαχθούν, αντί να εργάζονται σε στρατιωτικές υγειονομικές δομές», σημείωσε.
Ριζικές αλλαγές
«Ο αναισθησιολόγος πρέπει να παραμένει στο νοσοκομείο και να μην καταγράφει χρόνο διοίκησης σε τάγματα νησιών», ανέφερε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας την ανάγκη για μεταρρύθμιση. Τόνισε ότι οι αλλαγές στοχεύουν στη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας, με γιατρούς που θα λαμβάνουν αμοιβές αντίστοιχες με εκείνες του ΕΣΥ, και όχι στρατιωτικούς που θα περιμένουν για την αποζημίωσή τους επί ένα χρόνο. «Η προτεραιότητά μας είναι η ενίσχυση του ρόλου των στρατιωτικών νοσοκομείων και η παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών», κατέληξε.
Τι είπε ο Υπουργός Υγείας
Μετά από καταγγελίες, όπως αυτή κατά την οποία αστυνομικός αποκάλυψε πρόσφατα πως έμαθε από το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ότι πάσχει από μεταστατικό καρκίνο τελικού σταδίου, μετά από ένα έτος, ενώ συνταγματάρχης εν αποστρατεία κατήγγειλε ότι με… καθυστέρηση μηνών ενημερώθηκε από το ίδιο νοσοκομείο πως είχε κακοήθεια, ο Υπουργός Υγείας μιλώντας στον ρ/σ των Παραπολιτικών, σχολίασε: «Να ρωτήσετε τον κ. Δένδια για το 424. Το 424 είναι ευθύνη του κ. Δένδια. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία είναι αποκλειστική ευθύνη του υπουργείου Άμυνας, αν χρειάζονται βοήθεια από το ΕΣΥ ευχαρίστως», «Αυτά πάντως στο ΕΣΥ δεν συμβαίνουν», πρόσθεσε ο Άδωνις Γεωργιάδης.
Γιατί ο Νίκος Δένδιας «ξήλωσε» την ηγεσία του Υγειονομικού
Σημαντικές αλλαγές ανακοινώθηκαν την Τρίτη (10/12/2024) στα στρατιωτικά νοσοκομεία της χώρας, μετά από τις κρίσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις που αποφάσισε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας.
Η οργισμένη αντίδραση του υπουργού προκλήθηκε από διαδοχικές καταγγελίες για τη λειτουργία του 424 Στρατιωτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, καθώς και από προβλήματα που εντοπίστηκαν στο 401 ΓΣΝΑ. Αυτό οδήγησε στην απομάκρυνση της ηγεσίας του Υγειονομικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των διοικήσεων των στρατιωτικών νοσοκομείων.
Σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του Νίκου Δένδια, η «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» ήταν η περίπτωση ενός 55χρονου ανθυπαστυνόμου που ενημερώθηκε με καθυστέρηση ενός έτους για τη διάγνωση καρκίνου, λόγω καθυστερημένων αποτελεσμάτων βιοψίας.
Κατά τη διάρκεια έρευνας που πραγματοποίησε ο ίδιος ο υπουργός, διαπιστώθηκε πως ο χρόνος έκδοσης βιοψιών στο 424 ήταν τριπλάσιος σε σχέση με άλλα δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία. Παράλληλα, νέες καταγγελίες για παρόμοια περιστατικά από απόστρατο Συνταγματάρχη επιδείνωσαν την εικόνα.
Ο Νίκος Δένδιας δεν περιορίστηκε στην απομάκρυνση δύο διοικητών, αλλά προχώρησε σε συνολική αναδιοργάνωση της ηγεσίας του Υγειονομικού. Για πρώτη φορά, απομακρύνθηκαν 10 ανώτατοι αξιωματικοί, συμπεριλαμβανομένων Υποστρατήγων, Υποναυάρχων, Υποπτεράρχων και Ταξιαρχών, στο πλαίσιο ενός γενικότερου επαναπροσδιορισμού.
Τη διοίκηση των στρατιωτικών νοσοκομείων αναλαμβάνουν πλέον νεότεροι αξιωματικοί-γιατροί, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή. Παράλληλα, αναμένεται τον Ιανουάριο η ψήφιση νομοσχεδίου με στόχο την αντιμετώπιση παθογενειών στις υγειονομικές δομές των Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των ένστολων επισημαίνουν ότι τα προβλήματα οφείλονται σε χαμηλές πιστώσεις, έλλειψη προσωπικού και αυξημένο φόρτο εργασίας, ιδίως μετά την ενίσχυση του ρόλου των στρατιωτικών νοσοκομείων κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19.