Αυξάνεται παγκοσμίως η συχνότητα εμφάνισης του σακχαρώδη διαβήτη και σε λίγα χρόνια προβλέπεται ότι ένας στους 10 θα έχει διαβήτη τύπου 2. Οι νεότερες τεχνολογίες που βρίσκουν εφαρμογή στις αντλίες ινσουλίνης και στους αισθητήρες σακχάρου κάνουν πιο εύκολη τη ζωή των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη καθώς βοηθούν στον καλύτερο έλεγχο του σακχάρου και στη μείωση των περιστατικών υπογλυκαιμίας. Η νεότερη εξέλιξη είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη έχει βρει εφαρμογή στις αντλίες ινσουλίνης, που πλέον μπορούν να προβλέπουν ποιο θα είναι το επόμενο επίπεδο σακχάρου και να χορηγούν την κατάλληλη ποσότητα ινσουλίνης.
Τα παραπάνω επισήμανε ο καθηγητής Παθολογίας – Διαβητολογίας στο ΑΠΘ, Τριαντάφυλλος Διδάγγελος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή ομιλία του στην ενότητα «Η εφαρμογή της νεότερης τεχνολογίας στη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη» τού συνεδρίου Aristotle Medical Forum2024, οι εργασίες του οποίου αρχίζουν αύριο στη Θεσσαλονίκη.
«Τόσο οι αντλίες ινσουλίνης όσο και οι αισθητήρες γλυκόζης έχουν κυκλοφορήσει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Οι αντλίες ινσουλίνης είναι κάποιες συσκευές, οι οποίες έχουν κάποιο πρόγραμμα και βάσει αυτού του προγράμματος παρέχουν ινσουλίνη στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Οι αισθητήρες γλυκόζης μετρούν το σάκχαρο, όχι στο αίμα αλλά στον υποδόριο ιστό. Οι αισθητήρες αυτοί έχουν εξελιχθεί, έχουν μία πολύ καλή ακρίβεια στις μετρήσεις σακχάρου, επικοινωνούν ασύρματα με τις αντλίες ινσουλίνης και παρέχουν τις τιμές του σακχάρου. Η αντλία ινσουλίνης, χάρη σε ένα λογισμικό που διαθέτει, μπορεί να προτείνει στον ασθενή και δόση ινσουλίνης που έχει να κάνει. Η τεχνολογία έχει προχωρήσει πολύ, υπάρχουν δύο – τρία μοντέλα στο εξωτερικό, αλλά στην Ελλάδα κυκλοφορεί μόνο ένα εξ αυτών, το οποίο όλο το 24ωρο μπορεί να προσδιορίσει τον τρόπο χορήγησης της ινσουλίνης από μόνο του και το μόνο που έχει να κάνει το άτομο με σακχαρώδη είναι να εισαγάγει την ποσότητα των υδατανθράκων που θα καταναλώσει στο επόμενο γεύμα. Αν θα καταχωρίσει για παράδειγμα 30, 40-50 γραμμάρια υδατάνθρακες, το εισαγάγει μέσα στο σύστημα και το σύστημα μπορεί να τού προτείνει τις δόσεις ινσουλίνης που πρέπει να κάνει. Στο εξωτερικό, στην Αμερική, ήδη κυκλοφορεί ένα παρόμοιο σύστημα, με το οποίο πλέον ούτε χρειάζεται να εισαγάγεις τους υδατάνθρακες. Απλώς αναγγέλλεις το γεύμα και αυτό βρίσκει πόσους υδατάνθρακες έχεις καταναλώσει και προσαρμόζεται ανάλογα, γίνεται πιο επιθετικό, όταν χορηγείται ινσουλίνη. Είναι μια ακόμη μεγαλύτερη ευκολία για τους ασθενείς, γιατί δεν αναγκάζονται να καταγράφουν τους υδατάνθρακες», αναφέρει ο κ. Διδάγγελος.
Παράλληλα, σημειώνει ότι η τεχνητή νοημοσύνη έχει βρει εφαρμογές στις αντλίες ινσουλίνης για να βοηθήσει τα άτομα στον καλύτερο έλεγχο του σακχάρου. «Ουσιαστικά, με τις αντλίες ινσουλίνης σήμερα έχουμε προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης που προβλέπουν ποιο θα είναι το επόμενο επίπεδο σακχάρου για να χορηγήσουν την κατάλληλη ποσότητα ινσουλίνης. Αυτό είναι κάτι πολύ τελευταίο. Οι αισθητήρες, το μόνο που κάνουν είναι να μετράνε το σάκχαρο και εκείνο που ζητάμε είναι να το μετράνε με μεγάλη ακρίβεια, επειδή η μέτρηση δεν γίνεται στο αίμα αλλά στον υποδόριο ιστό. Ακόμη υπολείπεται λίγο ως προς την ακρίβεια», προσθέτει ο κ. Διδάγγελος.
Οι αντλίες ινσουλίνης και οι αισθητήρες γλυκόζης ενδείκνυνται για όλους τους ασθενείς με διαβήτη που κάνουν χρήση ινσουλίνης. Στην Ελλάδα, τόσο οι αντλίες ινσουλίνης όσο και οι αισθητήρες γλυκόζης, που μαζί με τα αναλώσιμά τους έχουν υψηλό κόστος, αποζημιώνονται μόνο για τα άτομα που έχουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, δηλαδή τον λεγόμενο νεανικό διαβήτη ή ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη. Όπως αναφέρει ο κ. Διδάγελος, στο εξωτερικό αυτά τα συστήματα αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία και για τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.
«Όπως παγκοσμίως έτσι και στην Ελλάδα, η συχνότητα εμφάνισης του διαβήτη αυξάνεται- όχι ο τύπου 1 αλλά ο τύπου 2, δηλαδή ο μη ινσουλινοεξαρτώμενος, που θεωρείται διαβήτης των ενηλίκων. Αναμένεται, μέσα στα επόμενα χρόνια, ένας στους 10 Έλληνες ή ένας στους 10 ενήλικες κατοίκους της γης παγκοσμίως να πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη. Στην εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 παίζουν σημαντικό ρόλο παράγοντες, όπως ο τρόπος ζωής, η καθιστική ζωή, η έλλειψη άσκησης, η διατροφή που τις περισσότερες φορές οδηγεί στην παχυσαρκία. Υπάρχει βέβαια και μια σαφής κληρονομική προδιάθεση στα άτομα αυτά, αλλά αν ακολουθήσουν κάποιους υγεινοδιαιτητικούς κανόνες να το βελτιώσουν, να το ρυθμίσουν» σημειώνει ο κ. Διδάγγελος.
Τέλος ο κ. Διδάγγελος αναφέρει: «Τα πράγματα έχουν εξελιχθεί και είναι ιδιαίτερα ευχάριστα για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, που έχουν κυρίως και το μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί θα τον παρουσιάσουν στην εφηβική ή και σε μικρότερη ηλικία και θα ζήσουν 60-80 χρόνια περίπου με το πρόβλημα. Το μήνυμα για τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 είναι να δοκιμάσουν την τεχνολογία, θα τους βοηθήσει. Τα αποτελέσματα της χρήσης της νεότερης τεχνολογίας είναι εκπληκτικά στα δύο χρόνια που εφαρμόζεται. Το μεγάλο πρόβλημα των διαβητικών είναι οι υπογλυκαιμίες. Αυτές έχουν μειωθεί σε πολύ σημαντικό βαθμό και θα πρέπει να εμπιστευτούν τα άτομα αυτά τις συσκευές, τουλάχιστον για να αποφεύγουν σε μεγάλο βαθμό τις υπογλυκαιμίες. Έχουμε καταγραφές από τις συσκευές αυτές και είδαμε σχεδόν μηδενικά επεισόδια υπογλυκαιμίας».
πηγή: ΑΠΕΜΠΕ