Οι ερευνητές εντόπισαν ότι ένας συγκεκριμένος τύπος σωματικού λίπους συνδέεται με τις μη φυσιολογικές πρωτεΐνες στον εγκέφαλο που αποτελούν χαρακτηριστικά της νόσου Αλτσάιμερ, έως και 20 χρόνια πριν από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Η σχετική μελέτη παρουσιάζεται στο ετήσιο συνέδριο της Ακτινολογικής Εταιρείας της Βόρειας Αμερικής.
Η ερευνητική ομάδα, επικεφαλής του Ινστιτούτο Ακτινολογίας Mallinckrodt της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις του Μιζούρι, επικεντρώθηκε στη σχέση μεταξύ τροποποιημένων παραγόντων που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, όπως η παχυσαρκία και η κατανόηση του σωματικού λίπους, και της παθολογίας της. νόσου Αλτσχάιμερ. Στη μελέτη συμμετείχαν 80 άτομα νοητικά υγιή μέση ηλικίας (μέσος όρος ηλικίας 49,4 έτη), από τους οποίους περίπου το 57,5% ήταν παχύσαρκοι. Στους συμμετέχοντες διερευνήθηκε η συσχέτιση του δείκτη μάζας σώματος, του σπλαχνικού λίπους, του υποδόριου λίπους, του λίπους στο συκώτι, τους μηρούς και τους μύες, της HDL (καλή χοληστερόλη) και της αντίστασης στην ινσουλίνη με την εναπόθεση αμυλοειδών και ταυ πρωτεϊνών, η οποία συμβαίνει κατά τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι τα υψηλότερα επίπεδα σπλαχνικού σχετίζονταν με αυξημένες αμυλούχες, ενώ άλλοι τύποι λίπους δεν συσχετίστηκαν με αυξημένη παθολογία της νόσου Αλτσχάιμερ. Επίσης, η υψηλότερη αντίσταση στην ινσουλίνη και η χαμηλότερη HDL σχετίζονται με υψηλότερα επίπεδα αμυλοειδούς στον εγκέφαλο. Σε άτομα με υψηλότερη HDL οι επιδράσεις του σπλαχνικού λίπους στην παθολογία των αμυλοειδών μειώθηκαν εν μέρει.
Σε δεύτερη μελέτη που παρουσίασε η ερευνητική ομάδα στο ίδιο συνέδριο εντοπίστηκε, εξάλλου, ότι η παχυσαρκία και το σπλαχνικό λίπος μειώνουν τη ροή του αίματος στον εγκέφαλο.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι τροποποιήσεις του τρόπου ζωής που στοχεύουν στη μείωση του λίπους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανάπτυξη της νόσου Αλτσχάιμερ.