Η Ελλάδα καταγράφει τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, οι οποίες ξεπερνούν το 30%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη ανέρχεται στο 15%. Στην Εσθονία σημειώνεται το υψηλότερο ποσοστό ακάλυπτων ιατρικών αναγκών, κυρίως λόγω μεγάλων λιστών αναμονής και γεωγραφικών αποστάσεων.
Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 11,6% των πολιτών δηλώνει αδυναμία κάλυψης των ιατρικών τους αναγκών. Το 9,4% του πληθυσμού δεν μπορεί να ανταπεξέλθει λόγω του υψηλού κόστους, το 1,4% εξαιτίας των μεγάλων καθυστερήσεων στα ραντεβού, ενώ το 0,4% δυσκολεύεται λόγω απόστασης των υπηρεσιών υγείας από τον τόπο κατοικίας.
Στην Εσθονία, το συνολικό ποσοστό των ακάλυπτων αναγκών φτάνει το 12,9%, με το 12% να αποδίδεται στις λίστες αναμονής, το 0,5% στις αποστάσεις και το 0,4% στο κόστος των υπηρεσιών.
Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από την έκθεση «Η υγεία με μια ματιά 2024» της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ. Στην Ελλάδα, το 21% των πολιτών ανέφερε μη κάλυψη ιατρικών αναγκών μέσα στο 2023, με τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα να πλήττονται περισσότερο. Ειδικότερα, σχεδόν ένας στους τέσσερις πολίτες με χαμηλά εισοδήματα (23% του κατώτερου 20% του πληθυσμού) αδυνατεί να επισκεφτεί γιατρό λόγω κόστους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα υψηλότερα εισοδήματα φτάνει το 3,4%.
Συνολικά στην Ε.Ε., ο μέσος όρος ακάλυπτων ιατρικών αναγκών ανέρχεται στο 2,4%, με τις μισές χώρες να καταγράφουν ποσοστά κάτω του 2%. Σημαντικό πρόβλημα παρατηρείται στην οδοντιατρική περίθαλψη, καθώς απαιτεί είτε ιδιωτική ασφάλιση είτε άμεσες πληρωμές, αλλά στην Ελλάδα μόνο το 8% των ακάλυπτων αναγκών αφορά την οδοντιατρική φροντίδα.
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικές πληρωμές, στην Ε.Ε. αυτές αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 15% των συνολικών δαπανών υγείας. Ωστόσο, στην Ελλάδα, τη Λιθουανία, τη Λετονία και τη Βουλγαρία ξεπερνούν το 30%, ενώ σε χώρες όπως η Κροατία, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο παραμένουν κάτω από το 10%. Αντίστοιχα, οι δημόσιες δαπάνες υγείας στην Ελλάδα καλύπτουν μόλις το 10% του συνολικού κόστους, ποσοστό που υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της Ε.Ε. (77%).
Η έκθεση αναδεικνύει και τις προκλήσεις στον τομέα του υγειονομικού προσωπικού. Περίπου 20 χώρες ανέφεραν ελλείψεις γιατρών το 2022-2023, ενώ 15 χώρες ανέφεραν έλλειψη νοσηλευτών. Υπολογίζεται πως η Ε.Ε. στερείται περίπου 1,2 εκατομμύρια γιατρούς, νοσηλευτές και μαίες. Οι ελλείψεις αυτές εντείνονται από τη γήρανση του πληθυσμού, τόσο στους ασθενείς όσο και στο εργατικό δυναμικό, με πάνω από το ένα τρίτο των γιατρών και το ένα τέταρτο των νοσηλευτών να βρίσκονται κοντά στη συνταξιοδότηση.
Παράλληλα, παρατηρούνται σημαντικές ανισότητες στην κατανομή του προσωπικού, με υψηλή συγκέντρωση γιατρών στα αστικά κέντρα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ουγγαρία και η Δανία. Αν και ο αριθμός των γιατρών έχει αυξηθεί, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει τον χαμηλότερο αριθμό νοσηλευτών κατά κεφαλήν στην Ε.Ε. Συγκεκριμένα, το 2022, ο μέσος όρος των νοσηλευτών στην Ε.Ε. ήταν 8,4 ανά 1.000 κατοίκους, ενώ στη Νορβηγία και τη Φινλανδία υπερέβαινε τους 12.