Αλτσχάιμερ: “Κόκκινη σημαία” η έλλειψη ύπνου

Ανάλογη ένδειξη αποτελεί και η τάση να παίρνει κάποιος υπνάκους μέσα στην ημέρα, γιατί τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καλά.

Οι ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Washington στο St. Louis ανακάλυψαν ότι οι ηλικιωμένοι, που έχουν στον εγκέφαλό τους λιγότερα βραδέα κύματα, τα οποία συμβαίνουν στο πιο βαθύ στάδιο του ύπνου και βοηθούν στη μνήμη, έχουν υψηλότερα επίπεδα ταυ πρωτεΐνης – σημάδι του Αλτσχάιμερ, που έχει συνδεθεί με την εγκεφαλική βλάβη και με τη γνωστική υποβάθμιση.

Οι αλλαγές στον εγκέφαλο, που οδηγούν στη νόσο, γίνονται αργά και σιωπηλά. Μέχρι δύο δεκαετίες πριν εμφανιστούν τα χαρακτηριστικά συμπτώματα απώλειας μνήμης και σύγχυσης, η πρωτεΐνη β-αμυλοειδούς αρχίζει να συλλέγεται σε πλάκες στον εγκέφαλο. Τα υψηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης ταυ εμφανίζονται αργότερα, ακολουθούμενα από ατροφία των βασικών εγκεφαλικών περιοχών.

Μόνο τότε οι άνθρωποι αρχίζουν να δείχνουν αδιαμφισβήτητα σημάδια γνωσιακής παρακμής. Η πρόκληση είναι να βρεθούν άνθρωποι που βαίνουν προς το Αλτσχάιμερ, πριν αυτές οι αλλαγές του εγκεφάλου υπονομεύσουν την ικανότητά τους να σκέφτονται καθαρά. Για αυτό, ο ύπνος μπορεί να είναι ένας εύχρηστος δείκτης.

Ο επικεφαλής της μελέτης, αναπληρωτής καθηγητής νευρολογίας και διευθυντής του Κέντρου Ύπνου του Πανεπιστημίου, Brendan Lucey, δήλωσε: “Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι είδαμε αυτή την αντίστροφη σχέση μεταξύ του μειωμένου ύπνου και των βραδέων κυμάτων και της μεγαλύτερης πρωτεΐνης ταυ σε άτομα που ήταν είτε γνωστικά φυσιολογικά, είτε πολύ ήπια εξασθενημένα. Πράγμα που σημαίνει ότι η μειωμένη δραστηριότητα βραδέων κυμάτων μπορεί να αποτελέσει δείκτη για τη μετάβαση μεταξύ φυσιολογικής και μειωμένης γνωστικής έκπτωσης.

Η μέτρηση του τρόπου, με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να κοιμηθούν, μπορεί να είναι ένας μη επεμβατικός τρόπος για να ελέγξετε τη νόσο Αλτσχάιμερ από πριν ή ακριβώς τη στιγμή που οι άνθρωποι αρχίζουν να αναπτύσσουν προβλήματα με τη μνήμη και με τη σκέψη τους”.

Στη μελέτη συμμετείχαν 119 άνθρωποι άνω των 60 ετών, από τους οποίους οι 80 ήταν γνωστικά υγιείς, ενώ οι υπόλοιποι είχαν ήπια γνωστικά προβλήματα.

“Δεν περιμένω η παρακολούθηση του ύπνου να αντικαταστήσει την απεικονιστική εξέταση του εγκεφάλου ή την ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, όμως μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά για τον εντοπισμό πρώιμων σημαδιών της νόσου.

Είναι κάτι που εύκολα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς διαχρονικά και αν οι συνήθειες του ύπνου κάποιου αλλάζουν, τότε αυτό ίσως είναι ένδειξη για τους γιατρούς ότι θα πρέπει να ψάξουν περισσότερο τον εγκέφαλο αυτού του ανθρώπου”, υπογράμμισε ο επικεφαλής ερευνητής.