Σωτήριος ένας, ακόμη, υπέρηχος στους 8 μήνες της εγκυμοσύνης

Τα ευρήματα είναι το αποτέλεσμα συνεργασίας των Πανεπιστημίων Cambridge και East Anglia και δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό PLOS Medicine.

Μωρά, που έρχονται με την όπισθεν ή με τα πόδια, αυξάνουν τους κινδύνους στη διάρκεια της γέννας. Οι μισές από αυτές τις επίφοβες εγκυμοσύνες, που τελευταία στιγμή θα ολοκληρώνονταν με επείγουσα καισαρική τομή, θα έμεναν αδιάγνωστες, εάν δεν τις εντόπιζαν οι ερευνητές.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, περίπου 15.000 τέτοιου είδους αδιάγνωστες κυήσεις, 4.000 επείγουσες καισαρικές και οι θάνατοι έως 8 μωρών τον χρόνο θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν γινόταν ένα υπερηχογράφημα στις 36 εβδομάδες της εγκυμοσύνης.

Η επιστημονική ομάδα διενήργησε υπερηχογραφικές εξετάσεις σε 3.879 εγκύους στον 8ο μήνα, στην Αγγλία – όλες περίμεναν το πρώτο τους παιδί.

Συνολικά βρέθηκε ότι, τα μωρά 179 γυναικών (4,6%) “κατέβαιναν” με επικίνδυνο τρόπο (με τα πόδια ή με τον ποπό). Ωστόσο, σε περισσότερες από τις μισές από αυτές τις περιπτώσεις (55%) δεν υπήρχε προηγούμενη υποψία ότι το μωρό βρισκόταν σε τέτοια θέση.

Με τη διάγνωση στις 36 εβδομάδες της εγκυμοσύνης, οι μέλουσες μαμάδες έκαναν – σε συνεργασία με τον γιατρό τους – προσπάθεια να γυρίσουν το μωρό. Όσες δεν τα κατάφεραν, γέννησαν με καισαρική. Καμία από τις γυναίκες δεν επέλεξε να γεννήσει φυσιολογικά, ξέροντας ότι αυτού του είδους η “έξοδος” του μωρού σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών, ιδιαίτερα στις πρώτες εγκυμοσύνες.

Ενώ οι υπέρηχοι γίνονται για να ελεγχθεί η πρόωρη ανάπτυξη του μωρού και να εντοπιστούν τυχόν ανωμαλίες στις 20 εβδομάδες, ένα μεταγενέστερο υπερηχογράφημα δεν θεωρείται απαραίτητο, σε μια εγκυμοσύνη, στην οποία όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά και δεν υπάρχουν επιπλοκές.

“Πιστεύουμε ότι η μελέτη υπογραμμίζει την ευκαιρία να εντοπιστούν οι γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο τοκετού με επιπλοκές”, δήλωσε ο καθηγητής Gordon Smith, ένας εκ των επικεφαλής ερευνητών.

“Φαίνεται πιθανό ότι ο έλεγχος πιο κοντά στη γέννα θα μπορούσε να είναι οικονομικά επωφελής και αυτό θα πρέπει να εξεταστεί από τα εθνικά συστήματα υγείας”.