Ανατροπές στη λειτουργία των διαγνωστικών κέντρων, δημιουργεί το νέο πλαίσιο το οποίο θεσμοθετεί αφενός τις νέες ιδιαίτερα μειωμένες τιμές στις εξετάσεις, αφετέρου δίνει βαρύτητα στο rebate με βάση των όγκο, δηλαδή στις υποχρεωτικές εκπτώσεις που θα παρέχουν στο δημόσιο τα εργαστήρια ανάλογα με των αριθμό των υποβολών προς τον ΕΟΠΥΥ.
Με βάση τις δύο αυτές παραμέτρους, εκτιμάται άμεσα η κατάργηση της επιβολής clawback, ένα μέτρο το οποίο εφαρμόζεται προκειμένου να μην υπάρχει υπέρβαση της δημόσιας δαπάνης για εργαστηριακές και διαγνωστικές εξετάσεις η οποία προσδιορίζεται στα 302 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με μια πρώτη ανάλυση των νέων τιμών για τις 213 πιο σημαντικές εξετάσεις που αποτελούν πάνω από το 95% του συνολικού όγκου των εκτελούμενων, σε σύγκριση με τις παλαιότερες, διαπιστώνονται μειώσεις που φτάνουν έως και το 72% (Ελεύθερη θυροξίνη -FT4). Τις μεγαλύτερες μειώσεις σε επίπεδα πάνω από 50% τις βλέπουμε σε μία σειρά ιδιαίτερα γνωστών σε όλους εξετάσεων οι οποίες είναι και από τις πλέον διαδεδομένες. Πιο συγκεκριμένα, αφορούν στις εξετάσεις της Αλκαλικής φωσφατάσης, του Ουρικού Οξέος , των Τρανσαμινασών, των Τριγλυκεριδίων, της Χοληστερίνης, της Φερριτίνης ορού κ.α., οι οποίες είναι σχεδόν πάγιες στα ετήσια checkup. Επίσης και η γενική Αίματος μειώνεται κατά 31%.
Επίσης εκτιμάται ότι η μεσοσταθμική μείωση του 43% σε 51 εξετάσεις και του 9% στις υπόλοιπες, συνεπάγεται μεσοσταθμική μείωση της τάξης του 35%, για το σύνολο των 1000 και πλέον εξετάσεων. Βέβαια τείνει να επιβεβαιωθεί η συγκεκριμένη μείωση, καθώς αυτή προκύπτει αν υπολογιστεί ο όγκος των εξετάσεων.
Αυτό το οποίο απασχολεί τα διαγνωστικά, είναι η σημαντική απώλεια του τζίρου τους. Είναι λογικό, ότι από τη στιγμή που δίνεται βαρύτητα στο rebate με βάση τον όγκο, τα μεγαλύτερα διαγνωστικά να επωμίζονται και τις σημαντικότερες απώλειες.
Εκπρόσωπος του κλάδου των διαγνωστικών αναφέρει ότι για να οδηγηθούμε σε ορθά συμπεράσματα, είναι καλό να διαχωρίσουμε τα διαγνωστικά σε πέντε βασικές κατηγορίες με βάση τη μηνιαία αξία των εξετάσεων που διενεργούν. Βασική υπόθεση για την παρούσα ανάλυση, είναι ότι το συνολικό rebate και clawback που υφίσταντο τα εργαστήρια κατά τα τελευταία έτη, ήταν αθροιστικά στο 45%, παρά το γεγονός ότι αρκετές φορές και ιδίως για τα εργαστήρια της Αθήνας, το ποσοστό έφτασε και πάνω από 50%!
Επιβάρυνση
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τα εργαστήρια που είχαν μηνιαία αξία κατατεθειμένων παραπεμπτικών στον ΕΟΠΠΥ – με τις προηγούμενες τιμές ΦΕΚ- μικρότερη των 25.000 ευρώ, θα έχουν μικρότερη επιβάρυνση σύμφωνα με το νέο σύστημα. Για εργαστήρια με μηνιαία αξία κατατεθειμένων παραπεμπτικών μεγαλύτερη από 25.000 ευρώ, η επιβάρυνση σταδιακά γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη.
Ειδικότερα για τις επιχειρήσεις που διαχειρίζονται εργαστήρια με τζίρο πάνω από 150 χιλ. ευρώ μηνιαίως, προκύπτει πως ενώ η επιβάρυνση από το clawback με βάση τις προηγούμενες τιμές ήταν 45%, τώρα η επιβάρυνση που προκύπτει από μείωση τιμών και rebate είναι της τάξης του 63%. Κι αυτό γιατί αφενός στη αξία των κατατεθειμένων παραπεμπτικών υπάρχει η μεσοσταθμική μείωση των τιμών του 35% και επειδή αναλογικά επιβάλλεται rebate όγκου το οποίο υπολογίζεται στο 43-44%. Οι δύο αυτές παρεμβάσεις υπολογίζονται στην προαναφερόμενη μείωση του 63%.
Επίσης κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και το γεγονός να υπάρξει επιπλέον επιβάρυνση με clawback προκειμένου να επιτευθχεί ο ισοσκελισμός του κλειστού προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ για την όποια υπερβάλλουσα κατανάλωση το οποίο όμως δεν θα είναι ιδιαίτερα υψηλό. Κι αυτό γιατί ακόμη και αν φτάσουμε (με προηγούμενες τιμές ΦΕΚ) τα 600 εκατ. ευρώ για το 2015, ως αιτούμενο ποσό αποζημίωσης από τον ΕΟΠΥΥ, αυτό πλέον, με την μείωση τιμών της τάξης του 35%, γίνεται 390 εκατ. ευρώ. Σε αυτό το ποσό θα εφαρμοστεί μέσο rebate 20%. Το νέο ποσό που προκύπτει είναι 312 εκατ. ευρώ. Με τον κλειστό προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ στα 302 εκατ. ευρώ η υπέρβαση είναι 10 εκατ. ευρώ. Δηλαδή θα πρέπει να καλυφθεί με οριζόντιο clawback της τάξης του 3,3%. Δεν φαίνεται λοιπόν, να προκύπτει ιδιαίτερος επιπρόσθετος κίνδυνος από την εφαρμογή ενός επιβαρυντικού clawback, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι θα επιταχυνθεί η ολοκλήρωση της εφαρμογής των κανόνων συνταγογράφησης.
Όμως η κατάσταση παραμένει κρίσιμη για το σύνολο των εργαστηρίων και η επιβάρυνση, αν και εξαρτώμενη του όγκου, παραμένει μεγάλη για όλους. Η κατά 40% επιβάρυνση σε εργαστήρια που διενεργούν 10 – 15 αιμοληψίες ανά ημέρα, είναι το ίδιο δυσβάστακτη με εκείνη του 55% στις 90 – 100 αιμοληψίες ανά ημέρα. Τέτοια μέτρα είναι και αναποτελεσματικά και σε καμία περίπτωση δεν προάγουν ούτε το χρήσιμο ιατρικό αποτέλεσμα, ούτε διασφαλίζουν την αξιοπρεπή καθολική (γεωγραφικά) πρόσβαση που έως σήμερα διαφυλάσσεται από τα ιδιωτικά εργαστήρια.
Με βάση τα λεγόμενα των εκπροσώπων της αγορά των διαγνωστικών, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, ιδιαίτερης προσοχής χρήζουν οι συνέπειες της εφαρμογής των νέων τιμών στο ιδιωτικό πελατολόγιο που έως σήμερα ήταν πηγή κέρδους και ρευστότητας για τα εργαστήρια. Συνήθως οι ιδιωτικές χρεώσεις αλλά και οι ιδιωτικές συμφωνίες, όπως με κάρτες ή ασφαλιστικές εταιρίες, λάμβαναν χώρα με σημείο αναφοράς τις τιμές ΦΕΚ. Τις περισσότερες φορές και κυρίως σε μεγάλες συμφωνίες, οι τιμές κινούνταν με εκπτώσεις με βάση την τιμή ΦΕΚ. Με τις νέες τιμές στο -35% μεσοσταθμικά, θα πρέπει να παρακολουθήσουμε προσεκτικά πώς θα μετασχηματιστεί η ευρύτερη ιδιωτική αγορά.
Επίσης σημειώνεται ότι το μόνο σίγουρο είναι ότι με την εφαρμογή των νέων κανόνων, εκείνος που ευνοείται αποκλειστικά, είναι ο ‘’Ιδιώτης Αγοραστής’’ , είτε ως άτομο, είτε ως νομική μορφή.