Ανοσοποιητικό σύστημα και ρευματικά νοσήματα

Η επιβίωση του οργανισμού εξαρτάται από την συντονισμένη λειτουργία των ιστών και των οργάνων του για την προστασία του από παράγοντες ( μικρόβια – μικροί οργανισμοί που προκαλούν λοιμώξεις όπως τα βακτήρια, οι ιοί, τα παράσιτα και οι μύκητες ) που θα μπορούσαν να διαταράξουν αυτή τη συντονισμένη λειτουργία.

Γράφει η επισκέπτρια υγείας κ. Αθανασία Παππά.

Ο ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος, είναι να αναγνωρίζει και να καταστρέφει όλους αυτούς τους παράγοντες που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη συντονισμένη λειτουργία των οργάνων και των ιστών. Το ανοσοποιητικό αντιλαμβάνεται πότε υπάρχει ένας κίνδυνος όπως για παράδειγμα πότε αναπτύσσονται κύτταρα που έχουν μολυνθεί από κάποιον ιό και αναλαμβάνει δράση ρίχνοντας στη μάχη τα λευκά αιμοσφαίρια για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό.

Ανοσία είναι η αντίσταση σε μία νόσο και ειδικότερα σε ένα λοιμώδες νόσημα. Το άθροισμα των κυττάρων, ιστών και μορίων που μεσολαβούν στην αντίσταση σε λοιμώξεις ονομάζεται ανοσοποιητικό σύστημα και η συντονισμένη αντίδραση των κυττάρων και των μορίων αυτών ονομάζεται ανοσοαπάντηση ή ανοσοαπόκριση.

Οι μηχανισμοί άμυνας του ξενιστή περιλαμβάνουν τη φυσική ανοσία, που μεσολαβεί στην αρχική φάση της προστασίας απέναντι στις λοιμώξεις, και την επίκτητη ανοσία, που αναπτύσσεται πιο αργά και μεσολαβεί στο όψιμο, αλλά και πιο αποτελεσματικό, στάδιο της άμυνας απέναντι στα μικρόβια

Τα αυτοάνοσα νοσήματα είναι μία κατηγορία ασθενειών στις οποίες το ανοσιακό  σύστημα επιτίθεται στα υγιή κύτταρα του οργανισμού ως αποτέλεσμα δυσλειτουργίας του ανοσιακού . Μπορεί να πλήττουν μόνο έναν ιστό ή ένα όργανο ή συστημικά, όπου προσβάλλουν περισσότερα από ένα όργανο. Αυτό που συνήθως φαίνεται στα αρχικά στάδια είναι ένας βαθμός φλεγμονής, ο οποίος διαφέρει ανάλογα με τη νόσο, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται και αυτό μπορεί να δίνει ελαφρύτερα ή βαρύτερα συμπτώματα στον ασθενή.

Φαίνεται πως υπάρχουν τέσσερις βασικοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην παθογένεια σε αυτού του είδους τα νοσήματα. Αυτοί είναι το περιβάλλον, το στρες, το γενετικό υπόστρωμα και οι ορμόνες (Μουτσόπουλος, 2017). Συνήθως, για να εκδηλώσει κάποιος ένα αυτοάνοσο νόσημα είτε έχει κάποιον στην οικογένεια με αυτοάνοσο είτε υπάρχει γενετική προδιάθεση με συσχέτισή με τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας, τα οποία είναι μόρια που διαφέρουν σε κάθε άτομο και δείχνουν πως ανταποκρίνεται το ανοσολογικό σύστημα σε ξένους εισβολείς. Παρά τη γενετική προδιάθεση, τα αυτοάνοσα νοσήματα δεν κληρονομούνται, αλλά αυτό που κληρονομείται είναι η προδιάθεση για νόσηση (Μουτσόπουλος, 2017). Περιβαλλοντικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εκδήλωση αυτοάνοσου νοσήματος είναι οι βακτηριακές ή ιογενείς λοιμώξεις, αν και συνήθως αυτοί οι παράγοντες δεν ανιχνεύονται στον ορό ή σε βλάβες των ιστών, μιας και η βλάβη προκαλείται από την απόκριση του ανοσοποιητικού και όχι από τους μικροοργανισμούς (Λαγογιάννη, 2002). Τα αυτοαντισώματα που στρέφονται εναντίον του οργανισμού είναι τα οργανοειδικά αντισώματα, τα οποία στρέφονται κατά των ιστών και των κυττάρων ορισμένων οργάνων και τα μη οργανοειδικά αντισώματα που στρέφονται κατά του κυτταροπλάσματος, της κυτταροπλασματικής μεμβράνης και του πυρήνα, στοιχεία που βρίσκονται σε κάθε κύτταρο του οργανισμού, αλλά και εναντίον στοιχείων του αίματος όπως είναι οι πρωτεΐνες ορού (Λαγογιάννη, 2002). Στους γενετικούς παράγοντες φαίνεται να ανήκουν κάποια αυξημένο ποσοστά σε αντιγόνα HLA σε άτομα με αυτοάνοση νόσο σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Από την άλλη, όσον αφορά τις ορμόνες φαίνεται να υπάρχει μία συσχέτιση, αφού για παράδειγμα ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος παρατηρείται 10 φορές πιο συχνά σε γυναίκες και κυρίως σε γυναίκες παραγωγικής ηλικίας (Λαγογιάννη, 2002).

Τα αυτοάνοσα νοσήματα έχουν τη δυνατότητα να προσβάλλουν οποιοδήποτε μέρος του σώματος και έτσι στην αντιμετώπιση και διαχείριση τους εμπλέκονται πολλές ιατρικές ειδικότητες, όπως ο ρευματολόγος, ο νευρολόγος, ο δερματολόγος, ο οφθαλμίατρος, ο γαστρεντερολόγος- ηπατολόγος, καρδιολόγος, πνευμονολόγος και αιματολόγος (Μουτσόπουλος, 2017).

Κάποια από τα πλέον γνωστά αυτοάνοσα νοσήματα είναι τα παρακάτω:

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα που χαρακτηρίζεται από επίμονη και σοβαρή φλεγμονή που προκαλεί βλάβη των ιστών σε διάφορα όργανα.

Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα είναι μία «χρόνια συστηματική νόσος χαρακτηριζόμενη από υποτροπιάζουσες φλεγμονές στις αρθρώσεις και στις σχετικές με αυτές δομές και συνοδεύεται συχνά με ποικιλία εξωαρθρικών εκδηλώσεων» (Γιαβασόπουλος & Μανίκου, 2007, σ. 3). Πρόκειται ουσιαστικά για μία συστηματική διαταραχή με φλεγμονώδη χαρακτηριστικά που επηρεάζει το μυοσκελετικό σύστημα και σε κάποιο βαθμό τις εξωαρθρικές δομές (Γιαβασόπουλος & Μανίκου, 2007). Στα κύρια συμπτώματα της ανήκουν ο πόνος, η δημιουργία οιδήματος από τη φλεγμονή, η απώλεια της λειτουργικότητας των αρθρώσεων και η δυσκαμψία.

Η Ψωριασική Αρθρίτιδα «είναι μία χρόνια φλεγμονώδης πάθηση η οποία σχετίζεται άμεσα με την ψωρίαση του δέρματος. Οι παθοφυσιολογικές διαδικασίες με τις οποίες μία αρχική διαταραχή στο επίπεδο των κερατινοκυττάρων στο δέρμα μεταφέρεται στις αρθρώσεις αλλά και άλλα όργανα και συστήματα, προκαλώντας φλεγμονώδεις και καταστροφικές, πολλές φορές, παθολογικές εξεργασίες δεν είναι ακόμη και σήμερα πλήρως κατανοητές. Στην παθοφυσιολογία της ψωριασικής νόσου συμμετέχουν περιβαλλοντικοί, γενετικοί και ανοσιακοί παράγοντες» (Μίγκος, 2017, σ. 26).

Το σύνδρομο Sjogren ή αλλιώς αυτοάνοση επιθηλίτιδα είναι μία αυτοάνοση νόσος που χαρακτηρίζεται από λεμφοκυτταρική διήθηση και από προοδευτική καταστροφή των εξωκρινών αδένων, οδηγώντας στην απώλεια της εκκριτικής ικανότητας και στην εμφάνιση συμπτωμάτων όπως ξηροστομία και ξηροφθαλμία (Καράγεωργας, 2017). Μπορεί να είναι πρωτοπαθές ή δευτεροπαθές, όταν εμφανίζεται συνδυαστικά με άλλα νοσήματα, όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα (Καράγεωργας, 2017).

Η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα ή αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα είναι μία αυτοάνοση νόσος, η οποία ανήκει στην κατηγορία των αξονικών σπονδυλαρθρίτιδων και ως κύρια συμπτώματα έχει τη φλεγμονή στις ιερολαγόνιες αρθρώσεις, στους γειτονικούς μαλακούς ιστούς και τις αρθρώσεις της σπονδυλικής στήλης, προκαλώντας σταδιακά περιορισμό της κινητικότητας της σπονδυλικής στήλης (Ward, Deodhar, Akl et al., 2016).

 

 

 

 

 

ρευματοειδής αρθρίτιδασύνδρομο Sjogrenρευματικά νοσήματαανοσοποιητικό σύστημαfront-storiesψωριασική αρθρίτιδαΑγκυλοποιητική ΣπονδυλαρθρίτιδαΑθανασία Παππά