Η χειρουργική αντικατάσταση ώμου “πιο επικίνδυνη” από όσο πίστευαν οι ειδικοί

Πρόκειται για την πρώτη σημαντική ανάλυση των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων των ασθενών, που υποβλήθηκαν στη διαδικασία, η οποία διαπίστωσε ότι χρειάστηκε να γίνει επαναληπτικό περίπλοκο χειρουργείο σε έναν στους τέσσερις ανθρώπους μεταξύ ορισμένων ομάδων.

Οι ερευνητές βρήκαν, επίσης, υψηλότερο ποσοστό μετεγχειρητικών ανεπιθύμητων ενεργειών (από όσες πίστευαν ότι θα συναντήσουν), όπως καρδιακές προσβολές, τεράστιους θρόμβους αίματος και λοιμώξεις.

Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό BMJ.

Η μελέτη έδειξε πενταπλάσια αύξηση στις αντικαταστάσεις ώμων τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με πάνω από 5.691 ανθρώπους να υποβάλλονται σε αυτές τις επεμβάσεις το 2016.

Τα ευρήματα δείχνουν ότι ένας στους τέσσερις άνδρες ηλικίας από 55 έως 59 ετών κινδυνεύει να χρειαστεί δεύτερη χειρουργική επέμβαση, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα πέντε χρόνια μετά το πρώτο χειρουργείο.

Εν τω μεταξύ ο κίνδυνος οποιουδήποτε σοβαρού ανεπιθύμητου συμβάντος στις 30 ημέρες μετά τη χειρουργική επέμβαση ήταν 1 στους 28 και στις 90 ημέρες μετά τη χειρουργική επέμβαση ήταν 1 στους 22.

Η ερευνητική ομάδα δήλωσε ότι οι ασθενείς, που υποβάλλονται στη διαδικασία, πρέπει να προειδοποιούνται για τους κινδύνους, ώστε να μπορούν να κάνουν την επιλογή τους καλά ενημερωμένοι.

Ο επικεφαλής ερευνητής Dr Richard Craig, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε: “Αν και ο αριθμός των αντικαταστάσεων δεν συμπίπτει ακόμη με εκείνες στα ισχία και στα γόνατα, οι πρόσφατες τάσεις από τα διεθνή αρχεία δείχνουν ταχεία αύξηση της συχνότητας των πρωταρχικών αντικαταστάσεων των ώμων και της ταχείας υιοθέτησης νεότερων τεχνολογιών εμφύτευσης.

Παρά την αύξηση αυτή, δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες μεγάλης κλίμακας και πολύ λίγες μελέτες έχουν δημοσιευθεί σχετικά με τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα σε διάφορες ηλικιακές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων της χειρουργικής αναθεώρησης.

Μια μικρή μελέτη με σύντομη παρακολούθηση έδειξε ότι, αν το επαναληπτικό χειρουργείο γίνει νωρίτερα από όταν πρέπει, ο κίνδυνος μπορεί να είναι μεγαλύτερος σε άτομα ηλικίας κάτω των 59 ετών”.