Σύνδρομο «ραγισμένης καρδιάς»: Ο ρόλος του εγκεφάλου

Ελβετοί ερευνητές μελέτησαν άτομα με αυτό το σπάνιο πρόβλημα υγείας, το σύνδρομο της «ραγισμένης καρδιάς».

Ένα στρεσογόνο ή συναισθηματικό γεγονός, όπως, για παράδειγμα, το πένθος, γρήγορα και αιφνιδιαστικά αποδυναμώνει την καρδιά. Το φαινόμενο δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό, ωστόσο σε επιστημονική έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal, φάνηκε ότι το πώς αντιδρά το μυαλό στο στρες, παίζει κάποιον ρόλο.

Γνωστό και ως σύνδρομο τακοτσούμπο – αναφορά στο σχήμα της καρδιάς των ανθρώπων, που πάσχουν από αυτό, το οποίο παραπέμπει σε ιαπωνικό σκεύος με το ίδιο όνομα – το σύνδρομο της «ραγισμένης καρδιάς» μπορεί να προκληθεί από σοκ.

Διαφέρει από την καρδιακή προσβολή, που προκαλείται από βουλωμένες αρτηρίες, μα έχει παρόμοια συμπτώματα, όπως δύσπνοια και πόνο στο στήθος. Συχνά ένα δυσάρεστο γεγονός το πυροδοτεί, αλλά θεωρείται πως μπορεί να συνδέεται και με συναρπαστικά μεγάλα γεγονότα, όπως ένας γάμος ή μια νέα δουλειά. Κάποιοι ασθενείς δεν μπορούν, ωστόσο, να το αποδώσουν σε συγκεκριμένο γεγονός.

Μπορεί να είναι προσωρινό, με τον μυ της καρδιάς να αποκαθίσταται μετά από ημέρες, εβδομάδες ή μήνες, αλλά για κάποιους μπορεί να είναι θανατηφόρο. Το ακριβές αίτιο δεν είναι γνωστό, αλλά μπορεί να συνδέεται με τα αυξημένα επίπεδα ορμονών του στρες, όπως η αδρεναλίνη.

Η Dr Jelena Ghadri και οι συνεργάτες της στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ζυρίχης εξέτασαν τι συνέβαινε στους εγκεφάλους 15 ασθενών με το εν λόγω σύνδρομο. Σαρώσεις εγκεφάλου έδειξαν ότι υπήρχαν διαφορές με τους εγκεφάλους 39 υγιών ασθενών. Υπήρχε λιγότερη επικοινωνία μεταξύ εγκεφαλικών ζωνών, που είχαν να κάνουν με τον έλεγχο των συναισθημάτων και ασυναίσθητων ή αυτομάτων σωματικών αντιδράσεων, όπως ο χτύπος της καρδιάς.

Οι εγκεφαλικές αυτές ζώνες είναι εκείνες, που θεωρείται πως ελέγχουν τις αντιδράσεις μας στο στρες.

«Η επεξεργασία των συναισθημάτων γίνεται στον εγκέφαλο, οπότε μπορεί να θεωρηθεί πως η ασθένεια πηγάζει από τον εγκέφαλο, με επιρροή στην καρδιά», επεσήμανε η επικεφαλής ερευνήτρια.

Το ακριβές “μονοπάτι”, μέσω του οποίου αυτό συμβαίνει, δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητό, αλλά οι ερευνητές δεσμεύθηκαν να μελετήσουν περαιτέρω το θέμα.