Πειραματικό φάρμακο καθιστά το ανθρώπινο αίμα «θανατηφόρο» στα κουνούπια

Η θεραπεία των ενηλίκων και των παιδιών με το φάρμακο ιβερμεκτίνη συνέβαλε στον έλεγχο της εξάπλωσης της ελονοσίας, χωρίς να προκαλέσει βλαβερές παρενέργειες, σύμφωνα με την έρευνα, που διεξήχθη από μια ομάδα στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.

Οι ερευνητές συμπέραναν ότι η νέα προσέγγιση, σε συνδυασμό με φάρμακα για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων, θα μπορούσε να επιτείνει την ικανότητα του ανθρώπου να αντιστέκεται στην ασθένεια. Στην παρούσα φάση τα συμβατικά εντομοκτόνα και τα φάρμακα για την ελονοσία παρεμποδίζουν την προσπάθεια εξάλειψης της επικίνδυνης ασθένειας.

Η ιβερμεκτίνη χρησιμοποιείται ήδη για τη θεραπεία άλλων παρασίτων, που προκαλούν τύφλωση και ψώρα, αλλά οι επιπτώσεις της στη μετάδοση της ελονοσίας δεν έχουν μελετηθεί σε μεγάλο εύρος. Στην έρευνα, που κράτησε 18 εβδομάδες, συμμετείχαν 2.700 άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων 590 παιδιών, από οκτώ χωριά της Μπουρκίνα Φάσο. Οι μισοί έπαιρναν μία δόση ιβερμεκτίνης κάθε τρεις εβδομάδες.

“Η ιβερμεκτίνη μειώνει τις νέες περιπτώσεις ελονοσίας, κάνοντας το αίμα ενός ανθρώπου θανατηφόρο στα κουνούπια που τον δαγκώνουν, σκοτώνοντας τα κουνούπια και μειώνοντας έτσι την πιθανότητα μόλυνσης άλλων”, δήλωσε ο Dr Brian Foy, συγγραφέας της μελέτης.

Το παράσιτο της ελονοσίας μεταφέρεται στο αίμα με ένα δάγκωμα. Εκεί ωριμάζει και πολλαπλασιάζεται και στη συνέχεια περιμένει να μεταδοθεί στο επόμενο κουνούπι για αναπαραγωγή.

Μετά τη λήψη του φαρμάκου, στο πλαίσιο της μελέτης, διαπιστώθηκε ότι δυο φορές περισσότερα παιδιά στην ομάδα θεραπείας δεν είχαν προσβληθεί από τη νόσο.

Εάν τα ευρήματα επαναληφθούν σε μεγαλύτερες μελέτες, ο μοναδικός τρόπος, που δουλεύει το φάρμακο, θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της ελονοσίας και στον έλεγχο των πληθυσμών των κουνουπιών.

Αν και οι θάνατοι από τη νόσο μειώθηκαν περίπου κατά 48% από το 2000, η ​​ελονοσία σκότωσε 435.000 ανθρώπους το 2017. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο αριθμός των αναφερόμενων περιπτώσεων αυξήθηκε κατά 3 εκατομμύρια σε συνολικά 219 εκατομμύρια παγκοσμίως, εν μέρει λόγω της αυξανόμενης αντοχής των κουνουπιών στα εντομοκτόνα.