Δραματικές επιπτώσεις από το πρόγραμμα λιτότητας στη δημόσια υγεία την τελευταία οκταετία, καταγράφει το επιστημονικό περιοδικό The Lancet. Οι σημαντικότερες επιπτώσεις συνοψίζονται στα προβλήματα ελλείψεων προσωπικού και την επαγγελματική εξουθένωση των υγειονομικών που υπηρετούν στο σύστημα, στις δραστικές περικοπές των παροχών και τις καταστροφικές συνέπειες της αδυναμίας πρόσβασης στο σύστημα υγείας, αλλά και την απώλεια ανθρώπινων ζωών από παρενέργειες φαρμάκων, τις επιπτώσεις της υλικής στέρησης στην ανάπτυξη των παιδιών και τις απ΄ ευθείας ιδιωτικές πληρωμές που χρησιμοποιούνται είτε για αγορά φαρμάκων, είτε για βελτίωση ή επιτάχυνση των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας.
Αναλυτικά, το άρθρο του Lancet, επισημαίνει ότι “Έχουν περάσει σχεδόν 8 χρόνια από τότε που η Ελλάδα δέχθηκε την πρώτη διάσωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η χώρα είχε χρέος ύψους 301 δισ. Ευρώ και βρισκόταν στα πρόθυρα της πτώχευσης. Ένα δεύτερο πακέτο διάσωσης των 130 δισ. ευρώ συμφωνήθηκε το 2012, και το ένα τρίτο των 86 δισ ευρώ το 2015. Στις 22 Ιανουαρίου οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης ενέκριναν δάνειο 6,7 δισ. ευρώ προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Τα χρήματα αντιπροσώπευαν την τέταρτη δόση του πακέτου διάσωσης του 2015. Η Ελλάδα βρίσκεται σε πορεία εξόδου από το πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο του 2018. Αλλά η πρόοδος δεν ήρθε χωρίς κόστος.
Μέτρα λιτότητας
Οι πιστωτές της Ελλάδας επέβαλαν σκληρά μέτρα λιτότητας στη χώρα. Οι όροι που συνδέονταν με τα μέτρα διάσωσης περιελάμβαναν απολύσεις στο δημόσιο τομέα και περικοπές, απότομες μειώσεις των κατώτατων μισθών, των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών καθώς και την ιδιωτικοποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων.
Από το 2009 έως το 2014, οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 36%. Οι υπηρεσίες περίθαλψης επηρεάστηκαν σοβαρά. Το πακέτο διάσωσης του 2010 προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα περιόριζε τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία στο 6% του ΑΕΠ. “Δεν έχουμε ακόμα ιδέα από πού προήλθε ο αριθμός αυτός. ‘Ηταν τελείως αυθαίρετο”, επισημαίνει ο David Stuckler, καθηγητής στο Τμήμα Ανάλυσης Πολιτικής και Δημόσιας Διοίκησης του Università Bocconi του Μιλάνο.
Το προσωπικό του συστήματος υγείας στην Ελλάδα είδε τους μισθούς του να μειώνονται δύο φορές το 2010. Η χρηματοδότηση των δημόσιων νοσοκομείων μειώθηκε πάνω απ’ το μισό από το 2009 έως το 2015. Υπηρεσίες θεραπείας και διάγνωσης και προγράμματα πρόληψης μειώθηκαν κατά 20%, και υπηρεσίες υγείας μητρότητας και παιδιατρικές υπηρεσίες είδαν περικοπές 73% μεταξύ του 2009 και του 2012. Η κυβέρνηση εγκατέλειψε σχέδια για δημιουργία υπηρεσιών παιδοψυχιατρικής, ενώ μείωσε και την κρατική χρηματοδότηση υπηρεσιών ψυχικής υγείας κατά το ένα πέμπτο το 2010-11, και περισσότερο από το μισό το 2011-12. Μέχρι το 2014 οι ελληνικές δημόσιες δαπάνες για την υγεία ήταν χαμηλότερες από οποιουδήποτε μέλους της ΕΕ πριν το 2004.
Εν τω μεταξύ, ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη μια παρατεταμένη και βαθιά οικονομική κρίση. Μεταξύ 2008 και 2014, το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 29%. Η ανεργία υπερβαίνει σήμερα το 20%. Η ανεργία των νέων υπερβαίνει το 40%. Σχεδόν το ένα τέταρτο των γιατρών εκτιμάται ότι είναι άνεργοι, και πάνω από 7.000 έχουν εγκαταλείψει τη χώρα από το 2009. Η αναλογία νοσηλευτών προς τον πληθυσμό είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τις στατιστικές της ΕΕ, το 2015, το 41% των Ελλήνων αντιμετώπιζαν υλική στέρηση, που σημαίνει ότι δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες, όπως διατροφή, θέρμανση, ενοίκιο ή πληρωμές δανείων. Το 22% υπέστη σοβαρές στερήσεις. Σχεδόν τα μισά παιδιά ζούσαν σε στερημένα νοικοκυριά. Ο ΠΟΥ αναφέρει ότι σχεδόν το ένα τρίτο των φτωχότερων ελληνικών νοικοκυριών αντιμετώπισαν καταστροφικές ιατρικές δαπάνες το 2014, με την κατάστασή τους να επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από τις αυξήσεις στη συμμετοχή σε ιατρικές υπηρεσίες και φάρμακα. Τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης έχουν υποστεί μείωση εσόδων, καθώς η ανεργία έχει αυξηθεί, οι μισθοί έχουν μειωθεί και οι Έλληνες εργάστηκαν λιγότερες ώρες.
Η λιτότητα είχε κάποιες θετικές επιδράσεις στη δημόσια υγεία, παρότι επέφερε περιορισμό στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Καθώς ο καπνός γινόταν ολοένα και ακριβότερος, η συχνότητα του καπνίσματος στην Ελλάδα “έπεσε” από 37% το 2012, σε 27% το 2017. Επιπλέον, λιγότεροι Έλληνες έχασαν τη ζωή τους σε τροχαία ατυχήματα, επειδή επέλεξαν φθηνότερες μορφές μεταφορών.
Όμως σε γενικές γραμμές, η υγεία επιδεινώθηκε. «Είναι απολύτως σαφές ότι η κρίση και η συνακόλουθη πολιτική είχαν καταστροφικές συνέπειες για την υγεία, και αυτή η αποδεδειγμένη επιβάρυνση, είναι πάρα πολύ υψηλή για να αγνοηθεί», επιβεβαιώνει ο Αλέξανδρος Κεντικελένης, Βοηθός Ερευνητής στο τμήμα Πολιτικής του Trinity College, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Τα πρώτα χρόνια της λιτότητας, παρουσιάστηκε αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας, τόσο σε απόπειρες, όσο και σε ολοκληρωμένες αυτοκτονίες. Υπήρξε απότομη αύξηση στα ποσοστά του HIV και της φυματίωσης μεταξύ των χρηστών ενέσιμων ναρκωτικών, αφού τα προγράμματα πρόληψης στο δρόμο, μειώθηκαν κατά ένα τρίτο. Φτάνοντας το 2015, το ποσοστό των Ελλήνων που ανέφεραν ανεκπλήρωτες ιατρικές ανάγκες έχει αυξηθεί στο 12,3%, ποσοστό σχεδόν τετραπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ. Το κόστος ήταν ο πιο συχνά αναφερόμενος λόγος. «Οι άνθρωποι δεν θέτουν σε προτεραιότητα την υγεία τους. Προσπαθούν να προσεγγίσουν το σύστημα υγείας, μόνο όταν δεν μπορούν πια να αντιμετωπίσουν την κατάστασή τους», δήλωσε ο Απόστολος Βεΐζης, διευθυντής της Ιατρικής Μονάδας Λειτουργικής Υποστήριξης, των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Αθήνα.
Η μεταρρύθμιση ήταν απαραίτητη
Είναι γενικά παραδεκτό, ότι το ελληνικό σύστημα υγείας είχε απόλυτη ανάγκη μεταρρύθμισης ακόμη και πριν από την κρίση. Υπήρχε ευρεία υπερσυνταγογράφηση σε φάρμακα και διαγνωστικές εξετάσεις , με τη φαρμακευτική δαπάνη να αυξάνεται από περίπου 1 δις το 2000 σε 5,6 δισ. το 2009. Δεν υπάρχει κανένας οργανισμός αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας που αποφασίσει ποιες τεχνολογίες θα χρησιμοποιούνται στο δημόσιο τομέα.
Η πρωτοβάθμια περίθαλψη είναι περιορισμένη και η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη. Οι απευθείας πληρωμές από τους ασθενείς ανέρχονται στο 35% των συνολικών δαπανών, πάνω από το διπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ. Σχεδόν το ένα τρίτο των απευθείας πληρωμών είναι άτυπες για την επιτάχυνση της θεραπείας ή για την απόκτηση καλής φροντίδας.
“Κατ ‘αρχήν, οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να έχουν σχεδιαστεί ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και καλύτερη υγεία των ασθενών, αλλά αυτό δεν συνέβη”, δήλωσε ο Κεντικελένης στο Lancet. “Αντιθέτως, είδαμε μέτρα ταχείας και μεγάλης κλίμακας λιτότητας και μειώσεις του προϋπολογισμού που ουσιαστικά έπληξαν την δυνατότητα ανταπόκρισης του συστήματος υγείας στις αυξημένες ιατρικές ανάγκες”.
Ο Stuckler επισημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις του μνημονιακού προγράμματος διάσωσης, δεν σχεδιάστηκαν από γιατρούς ή ειδικούς στον τομέα της υγείας αλλά από μακρο-οικονομολόγους. «Η ΕΕ δεν έκανε καμία εκτίμηση των επιπτώσεων για την υγεία, ακόμη και αν και θα το θεωρούσε κανείς ως βήμα ρουτίνας για την χάραξη πολιτικής». Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Lancet Δημόσιας Υγείας σημείωσε ότι τα χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση του αριθμού των Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους από ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια ιατρικής περίθαλψης, φαινόμενο που μπορεί να οφείλεται σε ελλείψεις ή και εξάντληση προσωπικού.
“Υπήρξαν αδιάκριτες περικοπές, χωρίς καμία προσπάθεια να προστατευθούν οι τομείς προτεραιότητας για τη δημόσια υγεία”, συνέχισε ο Κεντικελένης. Για τους περισσότερους από αυτούς που έμειναν άνεργοι ή δεν ήταν πλέον σε θέση να συνεισφέρουν στα ταμεία, η ασφάλισή τους, έληξε μετά από μέγιστο διάστημα 2 ετών. Αυτό σήμαινε ότι περίπου 2,5 εκατομμύρια Έλληνες έμειναν χωρίς κάλυψη κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Έχουν τεθεί σε εφαρμογή πολλές κρίσιμες μεταρρυθμίσεις. Η συγχώνευση των ταμείων υγείας σε ένα κύριο ταμείο, μείωσε τον κατακερματισμό του συστήματος και τυποποίησε τις παροχές.
Το 2016, η Ελλάδα πέρασε την νομοθεσία περί καθολικής υγειονομικής κάλυψης, η οποία αφορά όχι μόνο όλους τους Έλληνες πολίτες αλλά και τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. “Αυτό είναι ένα πολύ θετικό βήμα, αν και καθυστέρησε πολύ λόγω της κλίμακας του προβλήματος – στοιχεία από το 2017, θα δείξουν αν έχει βελτιωθεί η πρόσβαση στην περίθαλψη», δήλωσε η Μαρίνα Καρανικόλου, ερευνήτρια στο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας, του London School of Hygiene & Tropical Medicine.
Καταβάλλονται προσπάθειες για την ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας. “Είμαστε πολύ μακριά από ένα σύστημα όπου έχετε γενικούς ιατρούς ως gatekeepers “, εξηγεί η Καρανικόλου. “Οι νέες προτάσεις θα εφαρμοστούν πιο εύκολα στις αγροτικές περιοχές, όπου υπάρχει λιγότερη πρόσβαση στα νοσοκομεία από ό, τι στις πόλεις όπου οι ασθενείς μπορούν να πάνε απευθείας σε ειδικούς”.
Έχουν δημιουργηθεί ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών συνταγών. Η χρήση των γενοσήμων φαρμάκων έχει προωθηθεί και έχουν εισαχθεί τιμές αναφοράς για τα επώνυμα φάρμακα. Οι φαρμακευτικές δαπάνες το 2013 ήταν λιγότερο από τις μισές του 2009.
Η έλλειψη φαρμάκων και οι απευθείας πληρωμές
Κατά τη σκληρότερη περίοδο της ύφεσης, παρουσιάστηκαν ελλείψεις φαρμάκων και εμβολίων, καθώς οι φαρμακευτικές εταιρείες έδωσαν προτεραιότητα σε πιο σταθερές αγορές. Τα φαινόμενα αυτά φαίνεται να έχουν χαλαρώσει, αν και ο Βεΐζης επισημαίνει ότι τα προβλήματα παραμένουν. “Οι άνθρωποι έπρεπε να αλλάξουν τις θεραπείες τους, επειδή πολλά φάρμακα δεν κυκλοφορούν πλέον”, είπε. «Με τους ελέγχους κεφαλαίων και άλλων διοικητικών εμποδίων, η εξόφληση στα φαρμακεία, τους χονδρεμπόρους και τις φαρμακευτικές εταιρείες έπαιρνε μήνες και ορισμένες εταιρείες είναι απρόθυμες να συμφωνήσουν σε αυτό».
Επιπλέον, η προβλεπόμενη συμμετοχή για φάρμακα συχνά δεν έχει καμία σχέση με το τι πράγματι καταλήγουν οι ασθενείς να πληρώσουν. «Ας υποθέσουμε ότι ο γιατρός συνταγογραφεί ένα φάρμακο που κοστίζει 50 σεντς, αλλά λόγω των ελλείψεων, το φαρμακείο έχει μόνο το αντίστοιχο που κοστίζει 1 ευρώ. Θα πρέπει κανείς να αγοράσει το πιο ακριβό φάρμακο, αλλά θα αποζημιωθεί μόνο για το φτηνότερο», σημειώνει ο Βεΐζης. “Έτσι, στην πραγματικότητα, οι αποζημιώσεις μπορούν να φτάσουν το 75%”.
Υπάρχουν και πολλά άλλα εμπόδια. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα φιλοξενούνται περίπου 50.000 πρόσφυγες, όμως μόνο το 45% αυτών διαθέτει αριθμό κοινωνικής ασφάλισης που χρειάζεται για παροχή δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης. “Οι υπερβολικά άκαμπτες γραφειοκρατικές διαδικασίες και τα ξεπερασμένα κριτήρια επιλεξιμότητας έχουν οδηγήσει σε ανεπαρκή πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη”, υποστηρίζει ο Κεντικελένης.
«Οι μεταρρυθμίσεις, μερικές φορές χωρίς στοιχεία, ήρθαν με το κόστος της επιδείνωσης της πρόσβασης στην περίθαλψη, της φυγής του εργατικού δυναμικού και ελλείψεις φαρμάκων – αρκετά καταστροφικές συνέπειες», δήλωσε η Καρανικόλου. Μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι η παραγωγικότητα έχει βελτιωθεί. Άλλες ανέφεραν την επιδείνωση της νοσοκομειακής περίθαλψης.
“Έχουμε ήδη δει πολύ έντονες επιπτώσεις στην υγεία για τους ευάλωτους πληθυσμούς, αλλά δεν εκτιμούμε ακόμη πλήρως πώς η κρίση θα επηρεάσει την υγεία μακροπρόθεσμα”, δήλωσε ο Κεντικελένης. Και πρόσθεσε: “Κάποια αποτελέσματα μπορεί να διαρκέσουν χρόνια για να γίνουν εμφανή. Εάν τα παιδιά έχουν στερηθεί επαρκούς διατροφής σε νεαρή ηλικία, θα είναι λιγότερο υγιείς ενήλικες. Θα πρέπει να περιμένουμε να διατεθούν τα επιδημιολογικά δεδομένα”.
Η ελπίδα αυξήθηκε για την ελληνική οικονομία πέρυσι, καθώς αυτή βελτιώθηκε για τρία συνεχόμενα τρίμηνα, αλλά οι συνέπειες της κρίσης στη δημόσια υγεία θα μπορούσαν να υφίστανται.