Νοσοκομειακή και φαρμακευτική δαπάνη, απ΄ ευθείας ιδιωτικές πληρωμές και αδυναμία πρόσβασης στο γιατρό για οικονομικούς λόγους καταγράφονται ως τα κύρια χαρακτηριστικά του συστήματος υγείας της χώρας μας, το οποίο παραμένει ακριβό, πλην όμως αναποτελεσματικό και με υψηλά ποσοστά υποχρεωτικών επιστροφών από τους παρόχους του.
Στα προβλήματα του συστήματος υγείας της χώρας μας, όπως διαμορφώνονται πλέον έξι μήνες μετά την έξοδο από το μνημόνιο, αναφέρεται η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα στο πλαίσιο της αξιολόγησης της προόδου των κρατών – μελών όσον αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές προτεραιότητες.
Σύμφωνα με την έκθεση οι κύριοι δείκτες υγείας θεωρούνται καλοί, δεδομένου ότι το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα είναι 81,5 χρόνια, λίγο πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ αντίστοιχα πάνω από το μέσο όρο της Ε.Ε. βρίσκονται και τα έτη υγιούς ζωής, που φτάνουν την ηλικία των 64,2 ετών.
Επιπλέον, οι διαφορές στην αυτοαναφερόμενη υγεία σε διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές ομάδες δεν είναι τόσο μεγάλες, με τη χαμηλότερη ομάδα εισοδήματος να εμφανίζει μέτρια βελτίωση.
Ψηλά οι ανεκπλήρωτες ιατρικές ανάγκες
και οι απευθείας ιδιωτικές πληρωμές
Παρά την υπερπροσφορά ιατρικών ειδικοτήτων, η αντίληψη των ανεκπλήρωτων αναγκών για ιατρική περίθαλψη είναι υψηλή. Στον Πίνακα Κοινωνικών Δεικτών, η αυτοαναφερόμενη ανεκπλήρωτη ανάγκη για ιατρικές εξετάσεις λόγω κόστους, ήταν μία από τις υψηλότερες στην ΕΕ το 2017 (8,2% έναντι μέσου όρου της ΕΕ 1%).
Το παραπάνω υψηλό ποσοστό παραμένει πάνω από το μέσο όρο ακόμη και για το 4ο πεμπτημόριο (δηλαδή το δεύτερο πλουσιότερο), συνδέεται σαφώς με τις συνέπειες της απώλειας ασφαλιστικής κάλυψης σε ένα σύστημα που δεν είχε καθολική κάλυψη, καθώς και στον αντίκτυπο της κρίσης στα οικονομικά των νοικοκυριών και στην οικονομική προσιτότητα των αγαθών και υπηρεσιών υγείας.
Με απευθείας πληρωμές στο 34% το 2016, η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ιδιωτικών δαπανών στην ΕΕ%.
Ωστόσο, οι δύο δείκτες μειώθηκαν μεταξύ 2015 και 2016 με την καθολική κάλυψη από το 2016, οι ανασφάλιστοι και όσοι ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες έχουν το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στις δημόσιες δομές περίθαλψης.
Δαπάνες υγείας
Επιπλέον, άρχισε μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση του συστήματος πρωτοβάθμιας υγείας το 2017.
Η γήρανση θα αποτελέσει πιθανώς μια πρόκληση για την εξασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας των δαπανών για την περίθαλψη.
Οι συνολικές δαπάνες για την υγεία το 2016 ανήλθαν σε 8,5% του ΑΕΠ και οι δημόσιες δαπάνες σε 5,2% του ΑΕΠ (σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ 8,4% και 6,2% του ΑΕΠ). Ωστόσο, λόγω της επίπτωσης των ανωτάτων ορίων δαπανών, ο αριθμός αυτός δεν αντικατοπτρίζει την πλήρη έκταση των δημόσιων δαπανών. Οι στατιστικές αντιπροσωπεύουν μόνο το ύψος των δαπανών με βάση τα ανώτατα όρια δαπανών. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η αξία της δημόσιας πρόβλεψης υπερβαίνει κατά κανόνα τα νομοθετικά ανώτατα όρια, αν και αυτό δεν οδηγεί σε δημόσιες δαπάνες αλλά σε υποχρεωτικές επιστροφές από τους παρόχους.
Επιπλέον, οι δαπάνες για την υγεία αναμένεται να αυξηθούν κατά 1,2% του ΑΕΠ έως το 2070 (σε σύγκριση με την προβλεπόμενη μέση αύξηση της ΕΕ κατά 0,9% του ΑΕΠ). Εάν συμπεριληφθούν και άλλες παράμετροι πέραν του δημογραφικού, η αύξηση των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη αναμένεται να φθάσει το 2% του ΑΕΠ έως το 2070 (1,6% για την ΕΕ).
Χαμηλή αποτελεσματικότητα
Η χώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων από πλευράς ύψους δαπανών για νοσοκομειακή περίθαλψη στην ΕΕ, καθώς επίσης για φαρμακευτική περίθαλψη και για μη διαρκή ιατρικά αγαθά, ενώ διατηρεί από τα χαμηλότερα ποσοστά δαπανών για την εξωνοσοκομειακή και προληπτική φροντίδα. Οι φαρμακευτικές δαπάνες είναι πολύ υψηλές λόγω υπερκατανάλωσης φαρμακευτικών προϊόντων. Οι φαρμακευτικές δαπάνες ήταν εξαιρετικά υψηλές στην Ελλάδα πριν από μία δεκαετία, με 5 δισ. ευρώ το 2009, μακράν το μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ για φαρμακευτική δαπάνη στην ΕΕ (πάνω από 2% του ΑΕΠ). Ενώ καταγράφηκαν βελτιώσεις στη διάρκεια των ετών, το μοντέλο της υπερκατανάλωσης δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί πλήρως.
Η Ελλάδα διατηρεί από τα υψηλότερα ποσοστά σε χρήση αντιβιοτικών και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μικροβιακής αντοχής στην ΕΕ. Τα θεραπευτικά πρωτόκολλα και τα εργαλεία για την αξιολόγηση των φαρμακευτικών προϊόντων με βάση την οικονομική προσιτότητα και τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, όπως η αξιολόγηση της τεχνολογίας υγείας, είναι ανεπαρκώς αναπτυγμένα.
Επίσης, λόγω της έλλειψης τέτοιων εργαλείων, η Ελλάδα εισήγαγε υψηλού κόστους καινοτόμα φάρμακα στη Θετική Λίστα αποζημιούμενων φαρμάκων, υπερβαίνοντας την οικονομική αντοχή του συστήματος και αγνοώντας την σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, προκαλώντας υψηλότερη εξωνοσοκομειακή και νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη που διαφορετικά θα είχε επιτευχθεί.
ΠΦΥ
Στόχος παραμένει η επίτευξη μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας με τη συνεχιζόμενη μεταρρύθμιση του τομέα της πρωτοβάθμιας υγείας. Η μεταρρύθμιση του τομέα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας εισάγει ένα νέο και βελτιωμένο σύστημα που καλύπτει ολόκληρο τον πληθυσμό. Το σύστημα υποστηρίζεται από πολυεπιστημονικές ομάδες, που είναι χτισμένες γύρω από γενικούς ιατρούς και παιδίατρους στις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (TOMY). Ο στόχος είναι να καταχωρηθεί τελικά ολόκληρος ο πληθυσμός σε μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (TOMY) ή οικογενειακούς γιατρούς, που θα αποτελέσουν το πρώτο σημείο επαφής, που θα λειτουργήσει ως σύμβουλος υγείας για τους ασθενείς και θα τους κατευθύνει στο σύστημα υγείας. Ωστόσο, ο μικρός αριθμός των γενικών ιατρών και νοσηλευτών θέτει προκλήσεις. Υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής του, που υποστηρίζεται επί του παρόντος από κοινοτικούς πόρους, το σύστημα αυτό μπορεί να βελτιώσει την αποδοτικότητα και να εξοικονομήσει χρήματα, μειώνοντας την υπερβολική εξάρτηση από τις δαπανηρές νοσοκομειακές υπηρεσίες, αντισταθμίζοντας την επίδραση της ζήτησης που προκαλείται από την προσφορά, μειώνοντας τις εισαγωγές που μπορούν να αποφευχθούν και την αλόγιστη χρήση των υπηρεσιών επείγουσας φροντίδας. Προβλέπονται μέτρα για την αύξηση της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας των νοσοκομείων.
Μάνατζερ στα νοσοκομεία
Η αποτελεσματικότητα θα πρέπει να ενισχυθεί με τη βελτίωση της διακυβέρνησης, διασφαλίζοντας ότι οι μάνατζερ των νοσοκομείων είναι καλά εκπαιδευμένοι με υψηλά προσόντα και υποστηρίζονται από σύγχρονα εργαλεία ελέγχου της διαχείρισης και με την αναθεώρηση της αποζημίωσης των νοσοκομείων. Αυτό θα πρέπει να συμπεριλάβει την υιοθέτηση ενός κατάλληλου συστήματος DRG (μεθοδολογία κοστολόγησης των νοσοκομειακών υπηρεσιών). Η τρέχουσα ελληνική εκδοχή των DRG βασίζεται στο σύστημα της Αυστραλίας, αλλά δεν έχει προσαρμοστεί με ακρίβεια στην ελληνική πραγματικότητα και μπορεί να δημιουργήσει αντικίνητρα στους παρόχους.
Προμήθειες
Οι προμήθειες στον τομέα της υγείας έχουν πολλές ελλείψεις, παρότι θα μπορούσε να προκύψει σημαντικό όφελος από πιο στοχευμένες κεντρικές αγορές.
Οι ελλείψεις εντοπίζονται στην έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού σε όλες τις αναθέτουσες αρχές για τη διεξαγωγή διαδικασιών, ανεπαρκή προγραμματισμό των αγορών και παρατυπίες στις τεχνικές προδιαγραφές των διαδικασιών ανάθεσης και πολύ χαμηλό ποσοστό δημοσίευσης των προκηρύξεων διαγωνισμών για τις προμήθειες στον τομέα της υγείας.
Για το σκοπό αυτό, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μια εθνική στρατηγική για τις δημόσιες συμβάσεις και έχει συστήσει, το 2017, μια ανεξάρτητη κεντρική αρχή προμηθειών για την υγεία (ΕΚΑΠΥ) εισάγοντας τις κεντρικές προμήθειες. Στόχος είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του κόστους, η ενίσχυση της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και η αντιμετώπιση του ζητήματος της διαφθοράς και των νοσοκομειακών αποβλήτων.
Η δυναμική που δημιουργείται (από το σύστημα DRG και τις κεντρικές προμήθειες) μπορεί να ενισχυθεί από πρόσθετες επενδύσεις σε υποδομή πληροφορικής ή σε ανθρώπινο δυναμικό.
Μακροχρόνια περίθαλψη
Η ανάπτυξη υπηρεσιών μακροχρόνιας περίθαλψης αποτελεί μακροχρόνιο ζήτημα για την Ελλάδα και χρειάζονται περαιτέρω επενδύσεις. Το 2016, το ποσοστό εξαρτώμενων ατόμων με σοβαρό περιορισμό και δυσκολίες στις δραστηριότητες προσωπικής φροντίδας άνω των 65 ετών ήταν από τα υψηλότερα στην ΕΕ, ωστόσο η μακροχρόνια περίθαλψη δεν έχει αναπτυχθεί.
Δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες επίσημες υπηρεσίες μακροχρόνιας περίθαλψης και η πρωταρχική ευθύνη για την οικονομική και πρακτική υποστήριξη στηρίζεται στην οικογένεια του εξαρτώμενου προσώπου.
Το ποσοστό του πληθυσμού που χρησιμοποιεί την επαγγελματική φροντίδα στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, κυρίως για οικονομικούς λόγους (63,3% έναντι 32,2% του μέσου όρου της ΕΕ). Υπάρχει γεωγραφικά άνιση ανάπτυξη υπηρεσιών και αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας. Το 2014, η Ελλάδα διέθεσε μόνο το 2% των συνολικών δαπανών για την υγεία για τη μακροχρόνια περίθαλψη, πολύ χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ-27 που ήταν 15%.