To χαμηλότερο ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης υγείας μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. προ του 2004, και σχεδόν στα δύο τρίτα του μέσου όρου των δαπανών στα 28 κράτη – μέλη της Ε.Ε. το 2018, διατηρούμε στην Ελλάδα, δαπανώντας περίπου 2204 δολ. ΗΠΑ.
Η χρηματοδότηση χρηματοδότηση του συστήματος γίνεται μέσω ενός συνδυασμού δημόσιων και ιδιωτικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών ταμείων και φόρων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ποσοστά περίπου από το 30% το καθένα, ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες των χρηστών αποτελούν το υπόλοιπο 41%.
Οι δαπάνες για την υγεία το 2015 ήταν 8,4% του ΑΕΠ (σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ κατά 9,5%). Ωστόσο, στο πλαίσιο του δραστικώς μειωμένου ΑΕΠ από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, οι δαπάνες μειώθηκαν σημαντικά (κατά ένα πέμπτο) από το 2010.
Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία έφθασαν στο 5% του ΑΕΠ το 2015 και το 2017 στο 6% του ΑΕΠ.
Το ποσοστό των δημοσίων δαπανών για την υγεία ήταν 59% το 2015 το τέταρτο χαμηλότερο στην ΕΕ), με το υπόλοιπο 41% να αφορά ιδιωτικές πληρωμές, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ και συνήθως πρόκειται για απ΄ ευθείας πληρωμές που περιλαμβάνουν τη συμμετοχή για φάρμακα, άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (και οι οποίες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% των απ΄ ευθείας πληρωμών), καθώς και πληρωμές για υπηρεσίες που καλύπτονται από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά αγοράζονται εκτός του δημόσιου συστήματος για την ενίσχυση της πρόσβασης και ποιότητας. Επιπλέον, οι ανεπίσημες πληρωμές εφαρμόζονται ευρέως, εν μέρει λόγω της υποαπασχόλησης του συστήματος και εν μέρει λόγω της έλλειψης μηχανισμών ελέγχου. Η ιδιωτική ασφάλιση ασθενείας καλύπτει μόνο ένα μικρό ποσοστό των δαπανών για την υγεία (3,9% των σημερινών δαπανών για την υγεία το 2015).
Στις διαπιστώσεις αυτές καταλήγει – μεταξύ άλλων – έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Συστήματα Υγείας και τις Πολιτικές, σχετικά με το Σύστημα Υγείας στην Ελλάδα, που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα. Την έκθεση υπογράφουν οι οικονομολόγοι Χαράλαμπος Οικονόμου καθ. του Παντείου Πανεπιστημίου, Δάφνη Καϊτελίδου καθ. του Πανεπιστημίου ΑΘηνών και οι υπεύθυνες του Παρατηρητηρίου Μαρίνα Καρανικολός και Άννα Μαρέσο.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, από το 2010 έχουν ληφθεί ορισμένα σημαντικά βήματα για τη βελτίωση της παρακολούθησης της απόδοσης του συστήματος υγείας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής του συστήματος λογαριασμών υγείας από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και της ανάπτυξης διαδικτυακών πλατφορμών για τη συλλογή και αναφορά δεδομένων.
Άλλα πληροφοριακά συστήματα για παρακολούθηση και σχεδιασμό, περιλαμβάνουν τον Χάρτη Υγείας και Πρόνοιας για την παρακολούθηση των πόρων, των μοντέλων κατανομής και χρήσης σε ολόκληρη τη χώρα, το εθνικό φαρμακευτικό σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, ηλεκτρονικά συστήματα διαχείρισης της συνταγογράφησης και επιστροφής εξόδων για διαγνωστικές εξετάσεις και συστήματα για την ενίσχυση του ελέγχου των προσφορών και των τιμών που καταβάλλουν τα νοσοκομεία για προϊόντα και υπηρεσίες.
Όσον αφορά τον αντίκτυπο του συστήματος υγείας και των ευρύτερων πολιτικών για την υγεία του πληθυσμού, το ποσοστό θνησιμότητας, το οποίο αντικατοπτρίζει την ποιότητα και τον χρόνο παροχής της ιατρικής περίθαλψης, έχει μειωθεί συνολικά αλλά παρουσιάζει σημάδια στασιμότητας τα τελευταία χρόνια.
Συγκριτικά, το ποσοστό θνησιμότητας που θα μπορούσε να προληφθεί, και το οποίο αντανακλά μέτρα που επηρεάζουν την υγεία, όπως οι πολιτικές κατανάλωσης καπνού και οινοπνεύματος και η ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας, ήταν παρόμοιο με εκείνο της ΕΕ (58 ανά 100 000), με μικρή πρόοδο από το 2000.
Έτσι, εγείρονται ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα διαχείρισης των νόσων, ιδίως σε ότι αφορά θεραπευόμενους τύπους καρκίνου και παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος.
Το ζήτημα αυτό αντικατοπτρίζει ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως αδύναμο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας, ανεπαρκή προσοχή στη δημόσια υγεία και μειωμένους προληπτικούς ελέγχους, όπως προγράμματα ανίχνευσης καρκίνου και κατακερματισμένα συστήματα για τη διαχείριση ασθενών με χρόνια νοσήματα. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι έχουν γίνει προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για τη βελτίωση της ποιότητας της περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης νέων πρωτοκόλλων για τις κύριες χρόνιες παθήσεις.
Η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας αποτελούσε μείζονα πρόκληση στην Ελλάδα από την εμφάνιση της κρίσης και η πρόσβαση επιδεινώθηκε σημαντικά μεταξύ του 2009 και του 2016, ιδίως με την απώλεια κάλυψης υγείας από τους ανέργους και τους αυτοαπασχολούμενους που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν εισφορές. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο αριθμός των ατόμων που ανέφεραν ανεκπλήρωτες ανάγκες για ιατρική περίθαλψη, ιδίως για λόγους κόστους, αυξήθηκε σημαντικά, ιδίως μεταξύ των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού.
Οι ανεπίσημες πληρωμές είναι ευρέως διαδεδομένες τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική περίθαλψη, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, γεγονός που αυξάνει την άμεση οικονομική επιβάρυνση των ασθενών να πληρώσουν για τις απαιτούμενες υπηρεσίες υγείας. Επιπλέον, η πρόσβαση σε φάρμακα, κυρίως μερικά φάρμακα για καρκίνο υψηλού κόστους, αποτελεί πρόβλημα λόγω καθυστερήσεων ή διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Τέλος, η έλλειψη τόσο του προσωπικού όσο και των παροχών σε νοσοκομεία του δημόσιου τομέα και σε ιατρικές εγκαταστάσεις είχε αντίκτυπο στην πρόσβαση, όπως οι χρόνοι αναμονής, η άνιση κατανομή των επαγγελματιών υγείας σε όλη τη χώρα και τα μηνιαία όρια για τη δραστηριότητα των ιατρών.
Ιστορικά, το ελληνικό σύστημα υγείας έχει υποφέρει από άνιση και ανεπαρκή κατανομή οικονομικών, ανθρώπινων και υλικών πόρων. Στο παρόν πλαίσιο και τους κυριότερους στόχους μείωσης των κρατικών δαπανών σε ολόκληρο τον τομέα της υγείας (τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική περίθαλψη, καθώς και στα φαρμακευτικά προϊόντα), η συστηματική αντιμετώπιση των αναποτελεσματικών απαιτεί μακροπρόθεσμη δέσμευση.
Για παράδειγμα, πρωτοβουλίες όπως ο Χάρτης Υγείας και Πρόνοιας έχουν ως στόχο τη βελτίωση της κατανομής των πόρων υγείας, αλλά το σύστημα αυτό δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί.
Η ανάπτυξη ενός συστήματος πληρωμών DRG για τα νοσοκομεία είναι μια συγκεκριμένη προσπάθεια βελτίωσης της τεχνικής αποτελεσματικότητας, αλλά άλλα μακροπρόθεσμα μέτρα όπως η αναδιάρθρωση του νοσοκομειακού τομέα έχουν σημειώσει καθυστερήσεις.
Ωστόσο, οι προσπάθειες για την ανάπτυξη ενός πιο διαφανούς και αποτελεσματικού συστήματος προμηθειών και η εισαγωγή εργαλείων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης αποτελούν σημαντικά βήματα που οδηγούν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας.
Οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιούνται στο ελληνικό σύστημα υγείας από το 2010 επικεντρώνονται κυρίως στις οικονομικές και οργανωτικές διαστάσεις, αντιμετωπίζοντας εν μέρει τα μακροπρόθεσμα ζητήματα του δομικού συστήματος υγείας.
Ωστόσο, η πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών σε συνδυασμό με εκτεταμένες οικονομικές περικοπές αποδείχθηκε πολύ δύσκολη, τόσο ως προς την ικανότητα πραγματοποίησης ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, όσο και ως προς τις συνέπειες για την παροχή υπηρεσιών. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί μέχρι στιγμής, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ορισμένες βασικές πηγές αναποτελεσματικότητας του συστήματος υγείας, ιδίως η πρωτοβάθμια φροντίδα, η έλλειψη σχεδιασμού και συντονισμού και η έλλειψη χρηματοδότησης.
Μια άλλη πρόκληση είναι η έλλειψη διοικητικής ικανότητας για την εισαγωγή διοικητικών μεταρρυθμίσεων και η παρακολούθησή τους. Τα κενά στις τεχνικές δεξιότητες και επομένως η ροή πληροφοριών μεταξύ διαφόρων κρατικών φορέων, καθώς και η έλλειψη ισχυρής αξιολόγησης των επιδόσεων, ενθαρρύνουν περαιτέρω την αντίσταση στην αλλαγή.