Σε πλήρη σχεδόν εξάρτηση από τις εισαγωγές φαρμάκων έχει οδηγηθεί το σύστημα υγείας της χώρας, όταν 28 σύγχρονες ελληνικές παραγωγικές μονάδες είναι σε θέση να καλύψουν υπεύθυνα το 60% των αναγκών περίθαλψης των ασθενών, καθώς παράγουν ανταγωνιστικά φαρμακευτικά προϊόντα υψηλών προδιαγραφών, τα οποία πιστοποιούνται και εξάγονται σε περισσότερες από 85 χώρες.
Οι άριστες ποιοτικές προδιαγραφές, έχουν αναδείξει το ελληνικό φάρμακο ως το δεύτερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, το οποίο μπορεί να δώσει ασφαλείς λύσεις στο σύστημα υγείας, μειώνοντας σημαντικά τη δημόσια δαπάνη, δημιουργώντας περιθώρια για την αποζημίωση απαραίτητων καινοτόμων φαρμάκων.
Και αυτό γιατί τα ελληνικά φάρμακα έχουν λιανικές τιμές που κυμαίνονται κατά μ.ό στο επίπεδο των 11 ευρώ, με το 47% των παραγόμενων ελληνικών γενοσήμων να διατίθεται σε λιανικές τιμές κάτω των 4 ευρώ. Την ίδια στιγμή, ο αντίστοιχος μ.ό των ήδη κυκλοφορούντων πρωτοτύπων είναι στα 163 ευρώ, ενώ τα νέα εισαγόμενα πρωτότυπα κινούνται στα 506 ευρώ!
Εντούτοις, οι πολιτικές συνεχών μειώσεων τιμών οδηγούν στην αδυναμία παραγωγής πολλών καταξιωμένων φαρμάκων, η απόσυρση των οποίων οδηγεί αναπόφευκτα σε υποκατάστασή τους από ακριβές εισαγωγές, συντηρώντας έτσι, τον φαύλο κύκλο των στρεβλώσεων.
Τα παραπάνω επισημαίνει ο πρόσφατα επανεκλεγείς πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) Θεόδωρος Τρύφων με άρθρο του στην χθεσινή “Καθημερινή της Κυριακής” στο οποίο θέτει τα δεδομένα της φαρμακευτικής αγοράς στην πραγματική τους βάση αποσαφηνίζοντας, παράλληλα, αλήθειες και μύθους γύρω από τα ελληνικά φάρμακα, την ασκούμενη πολιτική υγείας καθώς και την πραγματική αναπτυξιακή διάσταση της ελληνικής παραγωγής.
Ολόκληρο το κείμενο το προέδρου της ΠΕΦ έχει ως εξής:
«Η δημόσια συζήτηση για τη φαρμακευτική πολιτική, υπό το κλίμα των τελευταίων εβδομάδων, τείνει να υποβαθμιστεί στο επίπεδο του λαϊκισμού. Και αυτό δίνει την ευκαιρία σε διάφορα συμφέροντα να διακινούν, για την εξυπηρέτησή τους, ψευδείς και παραπλανητικές πληροφορίες που έχουν κύριο στόχο την απαξίωση της ελληνικής παραγωγής φαρμάκων. Εκπροσωπώντας την ελληνική φαρμακοβιομηχανία και 28 παραγωγικές μονάδες, είναι υποχρέωσή μου να επαναφέρω τη δημόσια συζήτηση στη βάση των πραγματικών δεδομένων, με το βλέμμα στην επόμενη μέρα της χώρας.
1. Η Ελλάδα, μία χώρα σε παρατεταμένη κρίση, έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι τελευταία σε χρήση οικονομικών φαρμάκων και γενοσήμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πέραν της αποδεδειγμένης θεραπευτικής αξιοπιστίας τους, τα γενόσημα, λόγω της χαμηλής τιμής τους, λειτουργούν ως παράγων εξοικονόμησης κόστους στα συστήματα υγείας σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό άλλωστε και ο μ.ό της χρήσης οικονομικών γενοσήμων στις χώρες της Ευρώπης ξεπερνά το 50% της συνολικής κατανάλωσης φαρμάκων. Στη χώρα μας το αντίστοιχο ποσοστό κινείται γύρω στο 20%.
2. Τα ελληνικά φάρμακα δεν είναι μόνο ποιοτικά και αποτελεσματικά. Είναι και εξαιρετικά οικονομικά. Αποτελούν την καλύτερη και οικονομικότερη λύση σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική επιλογή έχει ο Έλληνας ασθενής, ο γιατρός, τα Ταμεία. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι τα ελληνικά φάρμακα αποτελούν την οικονομικότερη επιλογή. Δυστυχώς δεν χρησιμοποιούνται. Οι λιανικές τιμές τους κυμαίνονται κατά μ.ό στο επίπεδο των 11 ευρώ, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μ.ό των ήδη κυκλοφορούντων πρωτοτύπων είναι στα 163 ευρώ, ενώ τα νέα εισαγόμενα πρωτότυπα κινούνται στα 506 ευρώ! Είναι χαρακτηριστικό ότι το 47% των παραγόμενων ελληνικών γενοσήμων διατίθεται σε λιανικές τιμές κάτω των 4 ευρώ.
3. Η πολιτική τιμών στα μνημονιακά χρόνια, με παρεμβάσεις της Τρόικα, έχει οδηγήσει το σύστημα περίθαλψης σε σοβαρές στρεβλώσεις. Κατά παράδοξο τρόπο, οι διαρκείς ανατιμολογήσεις έπληξαν καίρια τα οικονομικά φάρμακα και βεβαίως την ελληνική φαρμακοβιομηχανία της οποίας αποτελούν την κύρια παραγωγή. Μέσα από συνεχείς ανατιμολογήσεις από το 2009, οι τιμές των γενοσήμων έχουν μειωθεί μεσοσταθμικά κατά 68%. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τελευταίες 4 ανατιμολογήσεις οι μειώσεις στα γενόσημα ήταν της τάξης του 10% σε κάθε ανατιμολόγηση, ενώ οι αντίστοιχες μειώσεις στα υπόλοιπα φάρμακα κυμαίνονταν στο 1%.
4. Στο πλαίσιο των κλειστών χαμηλών προϋπολογισμών, μετά τις άμεσες μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων, επιβάλλονται στη βιομηχανία επιπλέον υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές. Οι επιβαρύνσεις αυτές είναι οριζόντιες, επιβάλλονται επί δικαίων και αδίκων και πλήττουν την ελληνική φαρμακοβιομηχανία, η οποία υφίσταται οικονομικές συνέπειες για υπερβάσεις που δεν της αναλογούν. Το 2017 αυτό το χαράτσι έφτασε στο εξωφρενικό 37% επί της τιμής παραγωγού (ex-factory). Το αποτέλεσμα είναι η φαρμακοβιομηχανία στην Ελλάδα να προσφέρει στο δημόσιο 1 στα 3 φάρμακα δωρεάν. Οι συνθήκες αυτές οδηγούν στην αδυναμία παραγωγής πολλών καταξιωμένων φαρμάκων. Η απόσυρσή τους οδηγεί αναπόφευκτα σε υποκατάστασή τους από ακριβές εισαγωγές.
Όσοι ασχολούνται σοβαρά με την φαρμακευτική πολιτική γνωρίζουν ότι τα οικονομικά ελληνικά φάρμακα μπορούν να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα των Ταμείων. Μπορούν να δημιουργήσουν περιθώρια για την αποζημίωση απαραίτητων καινοτόμων φαρμάκων. Η επιμονή στις σημερινές επιλογές αναπόφευκτα ενισχύει και παγιώνει τις υφιστάμενες στρεβλές συνθήκες που έχουν οδηγήσει το σύστημα υγείας σε πλήρη σχεδόν εξάρτηση από τις εισαγωγές.
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, έχει συνεχή δημιουργική δραστηριότητα 60 ετών. Μένει Ελλάδα και επιμένει ελληνικά. Οι 28 σύγχρονες ελληνικές παραγωγικές μονάδες δημιουργούν σημαντικές προστιθέμενες αξίες στην εθνική οικονομία, σε όρους απασχόλησης, επενδύσεων, εξαγωγών, έρευνας και ανάπτυξης. Παράγουν ανταγωνιστικά φαρμακευτικά προϊόντα, υψηλών προδιαγραφών, τα οποία πιστοποιούνται και εξάγονται σε περισσότερες από 85 χώρες, αναδεικνύοντας το ελληνικό φάρμακο ως το δεύτερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας. Επομένως, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να δώσει ασφαλείς λύσεις στο σύστημα υγείας, μειώνοντας σημαντικά τη δημόσια δαπάνη, αφού μπορεί να καλύψει υπεύθυνα έως και το 60% των αναγκών περίθαλψης των ασθενών.
Σε όσους μοχθούν καθημερινά στην εργασία και στο επιχειρείν, είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να βγούμε από την παρατεταμένη ύφεση. Να σταματήσει ο φαύλος κύκλος των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης. Να κοιτάξουμε μπροστά. Η χώρα μπορεί να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις της. Να σταματήσει να εισάγει ό,τι ήδη παράγει. Γιατί αύξηση της εθνικής παραγωγής σημαίνει εθνική ανεξαρτησία, σημαίνει δουλειά για τους άνεργους, συγκράτηση του brain-drain, κοινωνική συνοχή, γνήσια έσοδα για το δημόσιο, ανάπτυξη. Η ελληνική βιομηχανία μπορεί. Και αυτό, σε πείσμα κάποιων ισχυρών εισαγωγικών συμφερόντων και όσων άκριτα τα υποστηρίζουν».