Η είδηση θανάτου μιας Ελληνίδας από αλλαντίαση μετά από γεύμα σε εστιατόριο στην πόλη Μπορντό της Γαλλίας έκανε τον γύρο του κόσμου.
Η γυναίκα κατέληξε λίγες ώρες αφότου γευμάτισε στο εστιατόριο «Tchin Tchin Wine Bar». Ο σύζυγός της και ο πατέρας της νοσηλεύονται σε σοβαρή κατάσταση σε νοσοκομείο. Παράλληλα, δέκα ακόμα άτομα φαίνεται ότι υπέστησαν δηλητηρίαση και νοσηλεύονται στο νοσοκομείο. Οι θεράποντες ιατροί αναφέρουν ότι η κατάστασή τους είναι κρίσιμη. Συγκεκριμένα επτά νοσηλεύονται στην εντατική και πέντε δέχονται αναπνευστική θεραπεία.
Τι είναι, όμως, αυτή η σπάνια θανατηφόρος νόσος; Πόσοι ξέρουν; Παρακάτω θα βρείτε όλες τις πληροφορίες που πρέπει να ξέρετε!
Η αλλαντίαση είναι μια σπάνια αλλά σοβαρή παραλυτική νόσος που προκαλείται από μια νευροτοξίνη η οποία παράγεται από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum και μερικές φορές από στελέχη των βακτηριδίων Clostridium butyricum και Clostridium baratii. Υπάρχουν έξι είδη αλλαντίασης: α) η τροφιμογενής, β) η βρεφική, γ) η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, δ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.
Το Clostridium botulinum είναι ένα Gram (+) βακτηρίδιο που αναπτύσσεται καλύτερα υπό αναερόβιες συνθήκες. Το βακτηρίδιο παράγει σπόρια που του επιτρέπουν να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες μέχρι να υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες που να επιτρέψουν την ανάπτυξή του. Υπάρχουν 7 τύποι αλλαντικής τοξίνης που διαχωρίζονται με τα γράμματα Α, Β, C, D, E, F, G. Μόνο οι τύποι Α, Β, Ε και σπάνια ο F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο. Η αλλαντική τοξίνη θεωρείται από τις πιο θανατηφόρες ουσίες. Η μέση θανατηφόρος δόση (lethal dose- LD50) είναι 1 ng τοξίνης ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος.
Διάγνωση
Η διάγνωση της τροφιμογενούς αλλαντίασης στηρίζεται στην ανεύρεση: (α) της αλλαντικής τοξίνης στον ορό, στα κόπρανα, στις γαστρικές εκκρίσεις ασθενούς και στο τρόφιμο που ενοχοποιείται για τη μόλυνση ή (β) στην ανεύρεση του Clostridium botulinum σε καλλιέργεια γαστρικών εκκριμάτων ή κοπράνων ασθενούς.
Η ανίχνευση του Clostridium botulinum σε ύποπτο τρόφιμο δεν θέτει τη διάγνωση της αλλαντίασης δεδομένου ότι οι σπόροι του μικροβίου μπορούν να βρεθούν παντού, εν αντιθέσει με την ανίχνευση τοξίνης στο ύποπτο τρόφιμο που είναι ισχυρά διαγνωστική. Στην αλλαντίαση από τραύμα η διάγνωση βασίζεται στην ανεύρεση τοξίνης στον ορό του ασθενή ή στην απομόνωση του αιτιολογικού παράγοντα σε καλλιέργεια τραύματος. Στην εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων η διάγνωση στηρίζεται στην ανεύρεση Clostridium botulinum/Γοξ\νης στα κόπρανα ή σε υλικά βιοψίας.
Συχνότητα
Η νόσος έχει παγκόσμια κατανομή. Σποραδικά κρούσματα και επιδημίες τροφιμογενούς αλλαντίασης συμβαίνουν όταν καταναλώνονται τροφές που παρασκευάζονται ή συντηρούνται με μεθόδους που δεν καταστρέφουν τα σπόρια με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η παραγωγή τοξίνης. Περιστατικά βρεφικής αλλαντίασης έχουν καταγραφεί σε Αμερική, Αργεντινή, Αυστραλία, Καναδά, Ιταλία και Ιαπωνία. Στις ΗΠΑ καταγράφονται περίπου 145 κρούσματα αλλαντίασης κάθε χρόνο. Από αυτά, το 65% είναι κρούσματα βρεφικής αλλαντίασης, το 20% τραυματικής και το 15% τροφιμογενούς αλλαντίασης. Επιδημίες τροφιμογενούς αλλαντίασης έχουν ξεσπάσει στο παρελθόν: (α) στην Ταϊλάνδη το 2006 (κατανάλωση σπιτικών μπαμπού), (β) στην Κίνα το 2007 (κατανάλωση ατελώς συντηρημένου λουκάνικου) και (γ) στο Τέξας των ΗΠΑ το 2007 (κατανάλωση κονσέρβας σάλτσας τσίλι).
Περίοδος επώασης και περίοδος μεταδοτικότητας
Τα συμπτώματα στην τροφιμογενή αλλαντίαση ξεκινούν είτε πολύ νωρίς, μέσα σε 6 ώρες από την κατανάλωση μολυσμένης τροφής, είτε αργά έως και 10 ημέρες μετά. Συνήθως, ο μέσος χρόνος επώασης της νόσου είναι 18-36 ώρες. Στην εισπνευστική αλλαντίαση ο χρόνος επώασης είναι μεγαλύτερος και κυμαίνεται από 12 έως 80 ώρες μετά την έκθεση, ενώ στη βρεφική είναι άγνωστος λόγω του ότι δεν διευκρινίζεται συνήθως πότε έγινε η κατάποση των σπόρων του βακτηρίου. Παρόλο που η απέκκριση τοξίνης και μικροβίων στα κόπρανα των ενηλίκων ασθενών με εντερική τοξιναιμία συνεχίζεται για εβδομάδες ή μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων δεν έχει καταγραφεί μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Θεραπεία
Η τροφιμογενής και τραυματική αλλαντίαση θεραπεύονται με αντιτοξίνη η οποία μπλοκάρει τη δράση της τοξίνης. Όταν η αντιτοξίνη δοθεί πρίν ολοκληρωθεί η παράλυση μπορεί να προλάβει την επιδείνωση και να βραχύνει τον χρόνο αποθεραπείας. Στην τροφιμογενή αλλαντίαση χρήσιμη είναι η απομάκρυνση της μολυσμένης τροφής από το έντερο είτε με υποκλυσμούς είτε με πρόκληση εμέτου. Η αναπνευστική παράλυση που συμβαίνει σε σοβαρή μορφή αλλαντίασης αντιμετωπίζεται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας με τη χρήση αναπνευστήρα για εβδομάδες ή και μήνες. Στην αλλαντίαση από τραύμα η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργικό καθαρισμό του τραύματος και χορήγηση κατάλληλης αντιμικροβιακής αγωγής. Η βρεφική αλλαντίαση θεραπεύεται με χορήγηση ανθρώπινης ανοσοσφαιρίνης ειδικής για την αλλαντίαση, ενώ απαγορεύεται η χορήγηση αντιτοξίνης σε αυτή την περίπτωση.
Κρούσματα στη χώρα μας από το 2004 έως το 2022
H αλλαντίαση αποτελεί ένα από τα σπανιότερα δηλούμενα νοσήματα του Συστήματος Υποχρεωτικής Δήλωσης Νοσημάτων στη χώρα μας. Το χρονικό διάστημα 2004-2022 δηλώθηκαν: α) ένα εργαστηριακά επιβεβαιωμένο κρούσμα αλλαντίασης, το 2009, σε βρέφος 3,5 μηνών από την περιφέρεια Πελοποννήσου, β) δύο εργαστηριακά Τμήμα Τροφιμογενών και Υδατογενών Νοσημάτων Διεύθυνση Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης για τα Λοιμώδη Νοσήματα 2 επιβεβαιωμένα κρούσματα το 2017, σε βρέφη 3 και 2 μηνών άρρενες από τις περιφέρειες Αττικής και Πελοποννήσου αντίστοιχα, γ) ένα ύποπτο κρούσμα το 2017 σε θήλυ 59 ετών, από την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και δ) μία ενδοοικογενειακή συρροή δύο εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων σε άρρενα και θήλυ, 63 και 62 ετών αντίστοιχα, το 2022 από την Περιφέρεια Πελοποννήσου.