Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο McGill ανέπτυξαν μια νέα κατανόηση της νευροβιολογίας της παρορμητικότητας. Αυτό γίνεται με τη χρήση μιας γενετικά βασισμένης βαθμολογίας παρορμητικότητας, η οποία σχεδιάστηκε με σκοπό να βοηθήσει στον εντοπισμό των παιδιών που είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην “παρορμητικότητα”.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί η παρορμητικότητα στους νέους ανθρώπους έχει συνδεθεί με την κατάθλιψη και άλλες μορφές ψυχικών ασθενειών, καθώς και με την κατάχρηση ουσιών.
Η παρορμητικότητα είναι η τάση να ενεργείς χωρίς να σκέφτεσαι. Συνήθως χαρακτηρίζεται από αποτυχία στην αναστολή μιας δυνητικά επικίνδυνης παρόρμησης για το άτομο ή τους άλλους γύρω του.
Ο εντοπισμός μηχανισμών για τον εντοπισμό και τη θεραπεία εκείνων που εμφανίζονται ιδιαίτερα ευάλωτοι στην παρορμητικότητα νωρίς στη ζωή, είναι ιδιαίτερα σημαντικός.
Η νέα προσέγγιση γίνεται με τη χρήση μιας βαθμολογίας με γενετική βάση. Η βαθμολογία αυτή, αναπτύχθηκε εξετάζοντας 3 εθνοτικά διαφορετικά κοινοτικά δείγματα παιδιών, από μία ομάδα περίπου 6.000 παιδιών.
Η βαθμολογία κατασκευάστηκε από τη συνέκφραση πολλών γονιδίων που βρίσκονται στον προμετωπιαίο φλοιό και στο ραβδωτό σώμα. Αυτές είναι περιοχές του εγκεφάλου που παίζουν ρόλο στη λήψη αποφάσεων και στη συναισθηματική ρύθμιση.
Η προσέγγιση αυτή βασίστηκε σε προηγούμενες εργασίες σε μοντέλα ποντικών, πριν από τις δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν σε ανθρώπους.
Το γονίδιο DCC
Ιδιαίτερη σημασία έχει ένα γονίδιο που ονομάζεται DCC. Το γονίδιο αυτό δρα ως “σύνθημα καθοδήγησης” που καθορίζει πότε και πού ακριβώς τα κύτταρα ντοπαμίνης του εγκεφάλου σχηματίζουν συνδέσεις στον προμετωπιαίο φλοιό και το ραβδωτό σώμα. Προηγούμενες μελέτες έδειξαν γενετική μεταβλητότητα εντός του γονιδίου του υποδοχέα του δείκτη καθοδήγησης Netrin-1, DCC, και αρκετές ψυχιατρικές διαταραχές.
Η έρευνα έδειξε ότι αυτή η συντονισμένη ανάπτυξη είναι απαραίτητη για την ωρίμανση του ελέγχου των παρορμήσεων. Ωστόσο, για να αναπτύξουν τη βαθμολογία, οι ερευνητές έπρεπε να εντοπίσουν τα γονίδια που σχετίζονται περισσότερο με το DCC.
Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι περιγράφοντας τη λειτουργία των γονιδιακών δικτύων που συνθέτουν τη βαθμολογία, η μελέτη θα υποκινήσει πρόσθετες έρευνες με στόχο την ανάπτυξη νέων θεραπειών στο μέλλον.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό Molecular Psychiatry, με τίτλο “Corticolimbic DCC gene co-expression networks as predictors of impulsivity in children”.