Αδυναμία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού πολιτικών δημόσιας υγείας από το υπουργείο Υγείας για τη διασφάλιση της υγείας του γενικού πληθυσμού, γεγονός που θέτει εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και αδυναμία μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού των φαρμακευτικών επιχειρήσεων προκαλεί το μέτρο του clawback.
Αιτία είναι η αδυναμία πρόβλεψης και υπολογισμού του ύψους του κάθε χρόνο, γεγονός που έχει επίπτωση και στις δύο πλευρές, καθώς το κράτος εμποδίζεται να διαθέσει πρόσθετα κονδύλια για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων υγειονομικών στόχων, ενώ από την πλευρά τους οι φαρμακευτικές δεν μπορούν να προγραμματίσουν τη διάθεση στην αγορά νέων καινοτόμων σκευασμάτων, που θα οδηγήσουν περαιτέρω σε αντιμετώπιση παθήσεων απειλητικών για τη ζωή των πολιτών.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν τα ζητήματα ανοσοποίησης του πληθυσμού, που καλύπτονται από τον εμβολιασμό.
Σύμφωνα με τον διευθυντή εξωτερικών υποθέσεων και πολιτικής υγείας της Merck, Sharp and Dohme (MSD) Αντώνη Καρόκη, στην ιλαρά, η ανοσοποίηση διασφαλίζεται με την κάλυψη του 95% του πληθυσμού. Όμως μετά την κάλυψη του 90%, τα υπόλοιπα εμβόλια μέχρι τις επόμενες πέντε ποσοστιαίες μονάδες θα επιβαρυνθούν με clawback, οπότε το αδιέξοδο αφορά τόσο την πολιτική πρόληψης του υπουργείου Υγείας, όσο και την πολιτική διάθεσης των εμβολίων από τις αντίστοιχες φαρμακευτικές που τα διαθέτουν στην αγορά. Γιατί το υπουργείο θα προωθήσει μια πολιτική υπέρβασης του ορίου της φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ οι φαρμακευτικές θα χρεωθούν το υπερβάλλον κόστος.
Nέα πηγή εσόδων
Σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης για την φαρμακευτική πολιτική, ο κ. Καρόκης επεσήμανε το μοναδικό πλεονέκτημα της χώρας μας στον τομέα των big data, καθώς σε ένα server διατίθενται στοιχεία κατανάλωσης φαρμάκων, συνταγογράφησης, προφίλ ασθενών κλπ, που σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπως για παράδειγμα η Σουηδία, τα ίδια στοιχεία τηρούνται σε επτά διαφορετικούς server. Και οι εταιρίες διαθέτουν – για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία- ποσά πάνω από 225.000 στερλίνες η κάθε μία για την πρόσβαση σε τέτοια στοιχεία κάθε χρόνο. Αντί λοιπόν να οδηγούμαστε σε δραστικές περικοπές θα μπορούσαν να αντληθούν πόροι από την αξιοποίηση των big data για την εξαγωγή συμπερασμάτων για τον σχεδιασμό φαρμακευτικής, αλλά και οικονομικής πολιτικής και από τις δύο πλευρές.
Από την πλευρά της η Γενική Διευθύντρια της MSD Agata Jakoncic, υπογράμμισε ιδιαίτερα ότι ο τομέας υγείας συνολικά χρειάζεται μακροχρόνιο σχεδιασμό προκειμένου οι εφαρμοζόμενες πολιτικές να αποδώσουν και σημείωσε ότι σε άλλες χώρες όπου εφαρμόζεται το clawback, μέχρι ένα ύψος, καταβάλλεται από τη φαρμακοβιομηχανία. Από το όριο που θα τεθεί και μετά, η υπέρβαση καλύπτεται από κοινού με τη φαρμακοβιομηχανία και το κράτος, γιατί “κάποιος από τα δύο μέρη, δεν έκανε σωστά τη δουλειά του”.
Η κ. Jakoncic υπογράμμισε ακόμη, ότι στη μεταμνημονιακή περίοδο, τρεις είναι οι βασικές παράμετροι που πρέπει να ισχύσουν στην πορεία προς την ανάπτυξη: η συνεργασία μεταξύ των εμπλεκομένων μερών για την αντιμετώπιση της κατάστασης, η λήψη μέτρων άμεσα, χωρίς καθυστερήσεις και η προσέλκυση επενδύσεων καινοτομίας, αφού προηγουμένως δημιουργηθεί ένα επιχειρηματικό κλίμα με κύριο χαρακτηριστικό την προβλεψιμότητα.
Κατέληξε, λέγοντας πως “έχουμε ευθύνη να κοιτάξουμε πέρα από το σήμερα. Γιατί αν είμαστε υγιείς, μπορούμε να συμβάλλουμε στον πλούτο της χώρας. Δυστυχώς όμως, οι περισσότερες περιπτώσεις όπου οι ιατρικές ανάγκες δεν καλύπτονται, αφορούν τα χαμηλά οικονομικά στρώματα. Και όπως διαφαίνεται από πρόσφατες μελέτες, στην Ελλάδα παρατηρείται αύξηση της θνησιμότητας και στις παραγωγικές ηλικίες 15-49 ετών”.