Η υψηλή φορολόγηση του αλκοόλ κάνει κακό στην υγεία

Οι υπερβολικοί φόροι, περιορίζουν τα φορολογικά έσοδα, έχουν οικονομικές επιπτώσεις (στην απασχόληση και στην ανάπτυξη) και δημιουργούν υπερβάλλον βάρος για τους καταναλωτές, σημειώνει η μελέτη του ΙΟΒΕ «Η συνεισφορά και οι προοπτικές του κλάδου αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα». Στην εν λόγω εργασία αναφέρεται επίσης ότι πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Προστασίας Πνευματικών Δικαιωμάτων (EUIPO, 2016) υπολόγισε ότι οι παραβάσεις πνευματικών δικαιωμάτων στον τομέα των αλκοολούχων ποτών μειώνουν τις πωλήσεις κατά €740 εκατ. ή 4,4% της συνολικής αγοράς. Σύμφωνα με τη μελέτη, η κατανάλωση παράνομων αλκοολούχων ποτών είναι μεγάλη απειλή για την υγεία – δεν είναι αμελητέες οι περιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνέβη σε ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. πάνω από 50 άτομα έχασαν τη ζωή τους και δ κάδες άλλοι υπέφεραν από σοβαρές παθήσεις μετά από κατανάλωση παράνομων ποτών που περιείχαν μεθανόλη).

Το μέγεθος των παράνομων αγορών συνδέεται ευθέως με υπερβολικές αυξήσεις στους φόρους των νόμιμων προϊόντων. Μια εκτίμηση που αναφέρεται στη συγκεκριμένη μελέτη τοποθετεί την Ελλάδα στη δεύτερη υψηλότερη θέση στην ΕΕ, με ποσοστό 11%, με κριτήριο το μέγεθος των χαμένων πωλήσεων νόμιμων αλκοολούχων ποτών ως προς το σύνολο των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά.

Σε διεθνές επίπεδο, η φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών αποτελεί μια σημαντική πηγή δημοσίων εσόδων. Η επιβολή ειδικού φόρου στα οινοπνευματώδη ποτά δικαιολογείται από την προσπάθεια του κράτους να αποθαρρύνει την κατανάλωση τους, λόγω των αρνητικών συνεπειών που μπορεί να προκαλέσει στην υγεία των ατόμων η υπερβολική κατανάλωση, αλλά και των αρνητικών εξωτερικών οικονομιών που προκαλεί η κατανάλωσή
τους σε τρίτους (π.χ. αυξημένες δαπάνες υγείας, τροχαία ατυχήματα). Στα οινοπνευματώδη ποτά, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης (ΕΦΚΟΠ).

Το ΙΟΒΕ αναφέρει ότι σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της φορολόγησης των οινοπνευματωδών ποτών στην αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν τη δημόσια υγεία, έχει παρατηρηθεί διεθνώς (Manning, Blumberg, & Moulton, 1995) ότι μια αύξηση του φόρου σε ποτά που ήδη επιβαρύνονται με υψηλή φορολογία:
▪ Επηρεάζει κυρίως την κατανάλωση των ατόμων που δεν είναι εξαρτημένα από το αλκοόλ (και όχι των εθισμένων στο αλκοόλ), γεγονός που περιορίζει την αποτελεσματικότητα της φορολόγησης ως εργαλείου πολιτικής υγείας,
▪ Οδηγεί σε υποκατάσταση προς:
– Φθηνότερα νόμιμα ποτά που δεν φορολογούνται (π.χ. κρασί) ή φορολογούνται
με χαμηλότερους συντελεστές (π.χ. μπύρα),
– Νόμιμα μη τυποποιημένα (π.χ. χύμα τσίπουρο, τσικουδιά, κρασί),
– Αφορολόγητα (παράνομα) ποτά.
Συνεπώς, ο αυξημένος φόρος είναι πιθανό να μην μειώνει τελικά την κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, αλλά να μετατοπίζει την κατανάλωση προς φθηνότερα ή αφορολόγητα/παράνομα προϊόντα που μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

Έλεγχοι στην αγορά
Για την προστασία των καταναλωτών και της αγοράς το Γενικό Χημείο του Κράτους πραγματοποίησε το 2016 σχεδόν 9,5 χιλιάδες ελέγχους σε δείγματα αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων, αριθμός μικρός συγκριτικά με το μέγεθος κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων. Την περίοδο 2012-2016, η πλειονότητα των προϊόντων απόσταξης των μικρών αποσταγματοποιών βρέθηκε κανονική (75%), ωστόσο δεν είναι αμελητέο το ποσοστό των δειγμάτων που ήταν μη κανονικά, όπως και αυτών που ήταν μη κανονικά και συγχρόνως μη ασφαλή για την υγεία των καταναλωτών (17% και 8% αντίστοιχα το 2016).
Παρόμοια εικόνα ως προς την κανονικότητα παρουσιάζουν και τα δείγματα συνολικά των αλκοολούχων ποτών, αλλά στην περίπτωση των αλκοολούχων ποτών το ποσοστό των δειγμάτων που ήταν μη κανονικά και μη ασφαλή ήταν πολύ μικρό. Ο σημαντικότερος λόγος μη κανονικότητας των δειγμάτων αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών είναι η σύστασή τους, ενώ και η παρουσίαση των δειγμάτων συνιστά σημαντικό παράγοντα μη ανονικότητας. Οι σημαντικότεροι λόγοι μη κανονικότητας-μη ασφάλειας των εξετασθέντων προϊόντων εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στη σύσταση.