Κόντρες γιατρών – φαρμακοποιών με … φόντο τους αντιγριπικούς εμβολιασμούς

Οι πρώτες κόντρες γιατρών – φαρμακοποιών για τη δυνατότητα των φαρμακοποιών να πραγματοποιούν αντιγριπικούς εμβολιασμούς, παρά την προβλεπόμενη πιστοποίηση, έκαναν χθες την εμφάνισή τους.

Αφορμή να … “πυροδοτηθεί” ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών ήταν η κεντρική εκδήλωση του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου (ΠΦΣ) για τους αντιγριπικούς εμβολιασμούς, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, καθώς αναπτύχθηκε έντονα το θέμα της μικροβιακής αντοχής στην οποία η χώρα μας κατέχει την παγκόσμια πρωτιά, όπως εξάλλου και της κατάχρησης αντιβιοτικών.

Ο εκπρόσωπος του ΙΣΑ, εντατικολόγος Γιάννης Κεχρής, έθεσε το θέμα χορήγησης αντιβιοτικών σε εξωνοσοκομειακούς ασθενείς από το φαρμακείο, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει συνταγή γιατρού.

Σε απάντηση της παρατήρησης αυτής, ο πρόεδρος του ΠΦΣ Απόστολος Βαλτάς έθεσε θέμα κατάχρησης της συνταγογράφησης αντιβιοτικών από γιατρούς και στους εξωνοσοκομειακούς ασθενείς, ενώ παράλληλα παρατήρησε πως υπάρχουν επανειλημμένες περιπτώσεις όπου γιατροί συνιστούν την αγορά αντιβιοτικών δια… τηλεφώνου τόσο στους ασθενείς, όσο και στους ίδιους τους φαρμακοποιούς, όταν οι τελευταίοι αρνούνται τη χορήγηση χωρίς συνταγή. Υπογράμμισε δε, ότι τα κύρια προβλήματα μικροβιακής αντοχής παρατηρούνται στα νοσοκομεία, όπου συναντώνται τα πιο ισχυρά μικρόβια, γεγονός το οποίο παραδέχθηκε ο κ. Κεχρής.

Την … πυρόσβεση, “ανέλαβε” ο αρχίατρος του ΕΔΟΕΑΠ, Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Γενικής/ Οικογενειακής Ιατρικής Ευάγγελος Φραγκούλης, ο οποίος παρατήρησε πως σε άλλες χώρες του εξωτερικού, οι συνταγές για τα αντιβιοτικά στέλνονται ηλεκτρονικά από τους γιατρούς στα φαρμακεία, για να προσθέσει ότι στην Τουρκία, μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής, υπάρχει δυνατότητα του γιατρού να στείλει τη συνταγή για το απαραίτητο αντιβιοτικό στο φαρμακείο, μόλις εκδοθεί το αποτέλεσμα του αντιβιογράμματος.

Οι δύο πλευρές, γιατροί και φαρμακοποιοί, συμφώνησαν να προχωρήσουν από κοινού σε δράσεις για τη σωστή χρήση των αντιβιοτικών.

Μικροβιακή αντοχή

Νωρίτερα στη διάρκεια της εκδήλωσης ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Γιάννης Κυριόπουλος, αναφερόμενος στη μικροβιακή αντοχή, σημείωσε πως ως το 2050 για την αντιμετώπισή της θα δαπανάται το 50% του ΑΕΠ, καθώς απαιτείται αυξημένη εξειδικευμένη φροντίδα των ασθενών αυτών.
Σημείωσε ακόμη πως τα αντιβιοτικά αποτελούν σπάνιο πόρο, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να διανέμεται με δελτίο.
Παράλληλα, παρατήρησε πως τα αντιβιοτικά, όπως και τα εμβόλια έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Είναι κοινωνικά αγαθά, με την έννοια ότι χορηγούμενα, προφυλάσσουν και το λοιπό πληθυσμό, τα πρώτα από τη διασπορά των λοιμώξεων, ενώ τα δεύτερα από τη διασπορά ασθενειών που μπορούν να προληφθούν.

Ανοσοποίηση – εμβολιασμοί

Από την πλευρά του, ο οικονομολόγος Κώστας Αθανασάκης, συμπλήρωσε πως τα εμβόλια παρουσιάζουν σημαντικές εξωτερικότητες (οικονομικός όρος για πρόσθετα οφέλη πέραν της ανταλλακτικής αξίας των αγαθών) τις οποίες “ευτυχώς στις ανεπτυγμένες χώρες δεν τις έχουμε δει”. Εξηγώντας τη θέση του, υπογράμμισε την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής που προκύπτει στο γενικό πληθυσμό από την προστασία των εμβολίων και των αντιβιοτικών, καθώς ο εμβολιασμός προστατεύει όχι μόνο τον εμβολιαζόμενο, αλλά και τον κοινωνικό του περίγυρο από τη διασπορά μιας ασθένειας.

Ως παράδειγμα έφερε την περίπτωση των Φιλιππίνων, όπου τα παιδιά από μητέρες που έχουν εμβολιαστεί κατά του τετάνου, χάνουν λιγότερες μέρες σχολείου και έχουν καλύτερες επιδόσεις.

Παρατήρησε ακόμη, ότι το ελληνικό εμβολιαστικό πρόγραμμα, είναι από τα πλέον γενναιόδωρα των λοιπών προηγμένων συστημάτων υγείας, με αποτέλεσμα η χώρα μας να είναι μεταξύ των πρωταθλητριών στην ανοσοποίηση του πληθυσμού.

Σε ότι αφορά τον αντιγριπικό εμβολιασμό, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ κυμαίνεται γύρω στο 46% για άτομα άνω των 65 ετών, στη χώρα μας το ποσοστό για άτομα άνω των 65 ετών φθάνει το 47%, ενώ για άτομα άνω των 60 (όπως συνιστάται πλέον από τις νεώτερες οδηγίες), φθάνει το 44%. Πρωτιά στους αντιγριπικούς εμβολιασμούς παρουσιάζεται στην Κρήτη με 53% και στη Δυτική Ελλάδα με 51,2%, όταν στην Κεντρική Μακεδονία είναι μόλις 38%.

ΠΦΣμικροβιακή αντοχήΙΣΑανοσοποίηση