Μηδενικές οι δημόσιες επενδύσεις στην Ακτινοθεραπεία

«Όσο τραγικό και αν ακούγεται την τελευταία δεκαετία το κράτος δεν έδωσε ούτε ένα ευρώ για την Ακτινοθεραπεία! Το αντίθετο μάλιστα αφού μόνο από τα 4 μηχανήματα που αποκτήθηκαν μέσω των ΕΣΠΑ (από τα 8 που είχαν προαναγγελθεί) λόγω της μικρής εθνικής συμμέτοχης (5% τότε) το κέρδος από την διαφορά του ΦΠΑ που πληρώνεται από τα κοινοτικά κονδύλια και από τα δύο χρόνια δωρεάν σέρβις του μηχανήματος, βοήθησε το κράτος να βάλει στα Ταμεία του πάνω από 600 χιλιάδες ευρώ για κάθε μηχάνημα!»

Με τη διαπίστωση αυτή ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας, Δρ Γιώργος Πισσάκας σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε η ΕΕΑΟ, περιέγραψε τη χαρακτηριστική αδιαφορία του ελληνικού κράτους στην ενίσχυση των δημόσιων δομών ακτινοθεραπείας. Την ίδια στιγμή ανέφερε όμως ότι μέσω της δωρεάς 12 γραμμικών επιταχυντών του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, για 8 νοσοκομεία της χώρας, ύψους 25 εκατ. ευρώ, το Δημόσιο καθίσταται οδηγός στην ακτινοθεραπευτική ογκολογία στη χώρα μας

Περιγράφοντας τη διαδρομή των τελευταίων 8 ετών, ο κ. Πισσάκας έκανε λόγο για μια “αναγέννηση” της ακτινοθεραπείας και μια ουσιαστική προσπάθεια απορρόφησης ασθενών από τις λίστες αναμονής, χάρη στη δωρεά του ΙΣΝ. Το κράτος, ως απλός θεατής, απέφυγε όλα αυτά τα χρόνια να δράσει για να καλύψει όλες τις ανάγκες, δυσχεραίνοντας στην πράξη τις όποιες προσάθειες εξάλειψης του φαινομένου των πολύμηνων αναμονών από καρκινοπαθείς. Αναμονές που παραμένουν μεταξύ 2 και 4 μηνών και αυτό γιατί, όπως εξήγησε ο κ. Πισσάκας, παρά την αύξηση των μηχανημάτων χάρη στη δωρεά του Ιδρύματος, η χώρα μας διαθέτει λιγότερα ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα από όσα θα έπρεπε βάσει των διεθνών προδιαγραφών. Δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία έχουν συνολικά 48 μηχανήματα, όταν θα χρειαζόμασταν περίπου 70. “Όσο τραγικό και αν ακούγεται την τελευταία δεκεατία το κράτος δεν έδωσε ούτε ένα ευρώ για την Ακτινοθεραπεία!”, τόνισε ο κ. Πισσάκας.

Αντίστοιχα, οι ακτινοθεραπευτικές υποδομές είναι ανεπαρκώς στελεχωμένες. Όπως εξήγησε ο Γενικός Γραμματέας της ΕΕΑΟ Δρ Γρ. Γεωργακόπουλος η πολιτεία θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στην προσπάθεια της επιστημονικής κοινότητας και του ΙΣΝ βοηθώντας στη στελέχωση των μονάδων ακτινοθεραπείας, για τις οποίες συνεχίζουν να υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις, είτε γιατί δεν καλύφθηκαν ποτέ είτε γιατί οι εργαζόμενοι σε αυτές συνταξιοδοτήθηκαν. “Θα μπορούσε να βοηθησει στελεχώνοντας απογευματινές βάρδιες στα μηχανήματα που ήδη λειτουργούν”, προσέθεσε, διευκρινίζοντας πως πανελλαδικώς απαιτούνται 45-50 τεχνολόγοι ακτινοθεραπείας και 15-20 φυσικούς ιατρικής.

Επιπλέον, η ακτινοθεραπεία δεν έχει καν προβλεφθεί στο σχέδιο αξιοποίησης της νεότερης δωρεάς του ΙΣΝ, των 200 εκατ. ευρώ για την Υγεία. Αλλά, η αξιοποίηση “ακόμη και λίγων εκατομμυρίων θα μπορούσε να μειώσει την αναμονή στον 1 μήνα”, σημείωσε ο κ. Πισσάκας.
“Η δωρεά αλλάζει εντελώς τον ακτινοθεραπευτικό χάρτη της Ελλάδας”, ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΕΑΟ, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι καλή Ακτινοθεραπεία δεν είναι μόνο μηχανήματα. Για αυτό και στο πλαίσιο της δωρεάς προβλέφθηκαν τόσο η εκπαίδευση του προσωπικού σε Ελλάδα, Ευρώπη και Αμερική, καθώς η αισθητική αναβάθμιση του χώρου, σε σεβασμό προς τον ασθενή.

Τα μηχανήματα
Απο τη δωρεά του ΙΣΝ εκσυγχρονίστηκαν 8 νοσοκομεία, με την εγκατάσταση 12 γραμμικών επιταχυντών, με τελευταία την επερχόμενη λειτουργία 2 επιταχυντών, στο πλήρως ανακατασκευασμένο τμήμα του 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου παράλληλα δημιορυγήθηκε και ένας επιπλέον θωρακισμένος χώρος. Μάλιστα, στο 401 το ένα εκ των δύο μηχανημάτων είναι και στερεοτακτικό ακτινοχειρουργικό, το πρώτο και μόνο μηχάνημα του είδους στο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με τον κ. Πισσάκα. Μάλιστα, όπως ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΕΑΟ, τα μηχανήματα που εντάχθηκαν στα δημόσια νοσοκομεία είναι από τα πιο σύγχρονα παγκοσμίως. Μάλιστα στο τέλος του 2018 ο δημόσιος τομέας θα έχει περισσότερα ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα (31) από τον ιδιωτικό τομέα (17) και με μικρότερη μέση ηλικία (6,3 έτη έναντι 8,5 έτη στον ιδιωτικό). Ενώ, 12 από τα 31 μηχανήματα του δημοσίου (39%) θα ειναι νεοτερα της διετίας, μόλις 3 στα 17 θα είναι αντίστοιχα στον ιδιωτικό τομέα (17%). Βέβαια και πάλι ο συνολικός τους αριθμός είναι μικρότερος από τις απαιτήσεις και άρα οι αναμονές επιμένουν.